προβατώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=provatodis
|Transliteration C=provatodis
|Beta Code=probatw/dhs
|Beta Code=probatw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a sheep, simple</b>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>p.34</span> D., Hsch. s.v. [[βαίκυλος]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>264</span>.</span>
|Definition=ες, [[like a sheep]], [[simple]], Simp. in Epict.p.34 D., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[βαίκυλος]], Sch.Ar.Eq.264.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προβᾰτώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[πρόβατον]], [[εὐήθης]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος.
|lstext='''προβᾰτώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[πρόβατον]], [[εὐήθης]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[προβατώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πρόβατον]]<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[πρόβατο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[νωθρός]] στη [[διάνοια]], [[ευήθης]], [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προβατωδῶς</i> Α<br />όμοια με [[πρόβατο]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτώδης Medium diacritics: προβατώδης Low diacritics: προβατώδης Capitals: ΠΡΟΒΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: probatṓdēs Transliteration B: probatōdēs Transliteration C: provatodis Beta Code: probatw/dhs

English (LSJ)

ες, like a sheep, simple, Simp. in Epict.p.34 D., Hsch. s.v. βαίκυλος, Sch.Ar.Eq.264.

German (Pape)

[Seite 711] ες, schafartig, wie ein Schaf, Simplic. ad Epict.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πρόβατον, εὐήθης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος.

Greek Monolingual

-ες / προβατώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβατον
1. ο όμοιος με πρόβατο
2. μτφ. (για πρόσ.) νωθρός στη διάνοια, ευήθης, ανόητος.
επίρρ...
προβατωδῶς Α
όμοια με πρόβατο.