χοηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choiforos
|Transliteration C=choiforos
|Beta Code=xohfo/ros
|Beta Code=xohfo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[offering]] [[χοαί]] [[to the dead]]; [[Χοηφόροι]], a Tragedy by A., in which the Chorus pours [[χοαί]] to the shade of Agamemnon.</span>
|Definition=χοηφόρον, [[offering]] [[χοαί]] [[to the dead]]; [[Χοηφόροι]], a Tragedy by A., in which the Chorus pours [[χοαί]] to the shade of Agamemnon.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] das Trankopfer oder Todtenopfer tragend, darbringend, Titel der bekannten Tragödie des Aeschylus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] das Trankopfer oder Todtenopfer tragend, darbringend, Titel der bekannten Tragödie des Aeschylus.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />choéphore, <i>càd</i> qui porte des libations <i>ou</i> des offrandes funéraires.<br />'''Étymologie:''' [[χοή]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χοηφόρος''': -ον, ὁ προσφέρων χοὰς εἰς τοὺς νεκρούς· Χοηφόροι, [[εἶναι]] [[τραγῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου ἐν ᾗ ὁ χορὸς χέει χοὰς εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἀγαμέμνονος.
|lstext='''χοηφόρος''': -ον, ὁ προσφέρων χοὰς εἰς τοὺς νεκρούς· Χοηφόροι, [[εἶναι]] [[τραγῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου ἐν ᾗ ὁ χορὸς χέει χοὰς εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἀγαμέμνονος.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />choéphore, <i>càd</i> qui porte des libations <i>ou</i> des offrandes funéraires.<br />'''Étymologie:''' [[χοή]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χοηφόρος:''' ([[φέρω]]), αυτός που προσφέρει [[χοάς]] στους νεκρούς· <i>Χοηφόροι</i>, [[τραγωδία]] του Αισχύλου, στην οποία ο Χορός προσφέρει χοές στη [[σκιά]] του Αγαμέμνονα.
|lsmtext='''χοηφόρος:''' ([[φέρω]]), αυτός που προσφέρει [[χοάς]] στους νεκρούς· <i>Χοηφόροι</i>, [[τραγωδία]] του Αισχύλου, στην οποία ο Χορός προσφέρει χοές στη [[σκιά]] του Αγαμέμνονα.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[χοή]] + [[φόρος]] τοῦ [[φέρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]]: [[χέω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοηφόρος Medium diacritics: χοηφόρος Low diacritics: χοηφόρος Capitals: ΧΟΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: choēphóros Transliteration B: choēphoros Transliteration C: choiforos Beta Code: xohfo/ros

English (LSJ)

χοηφόρον, offering χοαί to the dead; Χοηφόροι, a Tragedy by A., in which the Chorus pours χοαί to the shade of Agamemnon.

German (Pape)

[Seite 1361] das Trankopfer oder Todtenopfer tragend, darbringend, Titel der bekannten Tragödie des Aeschylus.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
choéphore, càd qui porte des libations ou des offrandes funéraires.
Étymologie: χοή, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

χοηφόρος: -ον, ὁ προσφέρων χοὰς εἰς τοὺς νεκρούς· Χοηφόροι, εἶναι τραγῳδία τοῦ Αἰσχύλου ἐν ᾗ ὁ χορὸς χέει χοὰς εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἀγαμέμνονος.

Greek Monolingual

-ο / χοηφόρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που τελεί νεκρική σπονδή
2. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Χοηφόροι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου, το β' μέρος της τριλογίας Ορέστεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοή + -φόρος].

Greek Monotonic

χοηφόρος: (φέρω), αυτός που προσφέρει χοάς στους νεκρούς· Χοηφόροι, τραγωδία του Αισχύλου, στην οποία ο Χορός προσφέρει χοές στη σκιά του Αγαμέμνονα.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό χοή + φόρος τοῦ φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα: χέω.