ψυχοπότης: Difference between revisions
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psychopotis | |Transliteration C=psychopotis | ||
|Beta Code=yuxopo/ths | |Beta Code=yuxopo/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span | |Definition=ψυχοπότου, ὁ, [[drink]]ing the [[life]], i.e. the [[blood]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[εἰαροπότης]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψῡχοπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ [[αἷμα]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[εἰαροπότης]], ἣν ἑρμηνεύει: «[[αἱμοπότης]], [[ψυχοπότης]]». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πίνει [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), [[πρβλ]]. [[γλυκυπότης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ψυχοπότου, ὁ, drinking the life, i.e. the blood, Hsch. s.v. εἰαροπότης.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ αἷμα, Ἡσύχ. ἐν λ. εἰαροπότης, ἣν ἑρμηνεύει: «αἱμοπότης, ψυχοπότης».
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γλυκυπότης.