ἐρυθρόλευκος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erythrolefkos
|Transliteration C=erythrolefkos
|Beta Code=e)ruqro/leukos
|Beta Code=e)ruqro/leukos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">reddish-white</b>, Gal.17 (1).835, Hsch. s.v. [[φλογόλευκον]].</span>
|Definition=ἐρυθρόλευκον, [[reddish-white]], Gal.17 (1).835, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[φλογόλευκον]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1036.png Seite 1036]] weißroth, Hesych. v. [[φλογόλευκος]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐρυθρόλευκος''': -ον, ἀσπροκόκκινος, Ἡσύχ. ἐν λ. φλογόλευκον.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐρυθρόλευκος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου το [[χρώμα]] σε [[μερικά]] μέρη [[είναι]] κόκκινο και σε άλλα άσπρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] κόκκινο που αποκλίνει [[προς]] το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει [[προς]] το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος.
}}
}}

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόλευκος Medium diacritics: ἐρυθρόλευκος Low diacritics: ερυθρόλευκος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: erythróleukos Transliteration B: erythroleukos Transliteration C: erythrolefkos Beta Code: e)ruqro/leukos

English (LSJ)

ἐρυθρόλευκον, reddish-white, Gal.17 (1).835, Hsch. s.v. φλογόλευκον.

German (Pape)

[Seite 1036] weißroth, Hesych. v. φλογόλευκος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόλευκος: -ον, ἀσπροκόκκινος, Ἡσύχ. ἐν λ. φλογόλευκον.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐρυθρόλευκος, -ον)
1. αυτός του οποίου το χρώμα σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα άσπρο
2. αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που αποκλίνει προς το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος.