σινίασμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=siniasma | |Transliteration C=siniasma | ||
|Beta Code=sini/asma | |Beta Code=sini/asma | ||
|Definition=ατος, τό, [[chaff]], [[detrimentum]], [[recrementum]], [[retrimentum]], <b class="b3">σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου</b>, ib. | |Definition=-ατος, τό, [[chaff]], [[detrimentum]], [[recrementum]], [[retrimentum]], <b class="b3">σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου</b>, ib. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, chaff, detrimentum, recrementum, retrimentum, σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου, ib.
German (Pape)
[Seite 883] τό, Abgang, Spreu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σινίασμα: τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ ἄχυρον, Παλλαδ. Λαυσ. 39.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σινιάζω
μσν.
πείραγμα, αστεϊσμός
αρχ.
απομεινάρια από το κοσκίνισμα του σταριού, τα σκύβαλα.