ὀκτάτονος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὀκτάτονος
|Full diacritics=ὀκτᾰ́τονος
|Medium diacritics=ὀκτάτονος
|Medium diacritics=ὀκτάτονος
|Low diacritics=οκτάτονος
|Low diacritics=οκτάτονος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktatonos
|Transliteration C=oktatonos
|Beta Code=o)kta/tonos
|Beta Code=o)kta/tonos
|Definition=ον, [[eight-stretched]], <b class="b3">ἕλικες ὀ</b>. [[the eight arms]] of the [[octopus]], AP9.14 (Antiphil.).
|Definition=ὀκτάτονον, [[eight-stretched]], [[ἕλικες ὀκτάτονοι]] = [[the eight arms of the octopus]], AP9.14 (Antiphil.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu en huit parties, au nombre de huit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[τείνω]].
|btext=ος, ον :<br />[[tendu en huit parties]], [[au nombre de huit]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], [[τείνω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτᾰ́τονος Medium diacritics: ὀκτάτονος Low diacritics: οκτάτονος Capitals: ΟΚΤΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oktátonos Transliteration B: oktatonos Transliteration C: oktatonos Beta Code: o)kta/tonos

English (LSJ)

ὀκτάτονον, eight-stretched, ἕλικες ὀκτάτονοι = the eight arms of the octopus, AP9.14 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu en huit parties, au nombre de huit.
Étymologie: ὀκτώ, τείνω.

German (Pape)

ἕλικες, die acht Fangarme, welche der Polyp nach seinem Raube ausstreckt, Antiphil. 23 (IX.14).

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάτονος: (ᾰ) восьмикратно протянутый: ὀκτάτονοι ἕλικες Anth. восемь щупальцев (осьминога).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, ὀκτάτονοι ἕλικες, οἱ ὀκτὼ πλόκαμοι ἢ πόδες τοῦ πολύποδος, Ἀνθ. Π. 9. 14.

Greek Monolingual

ὀκτάτονος, -ον (Α)
(για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τόνος (< τείνω)].

Greek Monotonic

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε οκτώ μεριές, ἕλικες ὀκτάτονοι, τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀκτά-˘τονος, ον,
eight-stretched, ἕλικες ὀκτ. the eight arms of the cuttlefish, Anth.