μονόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoplevros
|Transliteration C=monoplevros
|Beta Code=mono/pleuros
|Beta Code=mono/pleuros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with one front]], of a column on the march, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>28.4</span>,<span class="bibl">5</span>.</span>
|Definition=μονόπλευρον, [[with one front]], of a [[column]] on the [[march]], Arr.Tact.28.4,5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει μία μόνο [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] μία μόνο [[πλευρά]] ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία [[πλευρά]] ενός θέματος, [[μονομερής]] [[μεροληπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μονόπλευρος]]<br />σπάνιο απολιθωμένο [[γένος]] δίθυρων ελασματοβράγχιων [[μαλακίων]], αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε [[κατά]] το κρητιδικό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοπλεύρως</i> και <i>μονόπλευρα</i> (ΑΜ μονοπλεύρως)<br />από τη μία μόνο [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μονομερώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>monoplegia</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> <i>πληγία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>πληγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήττω]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει μία μόνο [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] μία μόνο [[πλευρά]] ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία [[πλευρά]] ενός θέματος, [[μονομερής]] [[μεροληπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μονόπλευρος]]<br />σπάνιο απολιθωμένο [[γένος]] δίθυρων ελασματοβράγχιων [[μαλακίων]], αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε [[κατά]] το κρητιδικό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοπλεύρως</i> και <i>μονόπλευρα</i> (ΑΜ μονοπλεύρως)<br />από τη μία μόνο [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μονομερώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monoplegia</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> <i>πληγία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>πληγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήττω]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπλευρος Medium diacritics: μονόπλευρος Low diacritics: μονόπλευρος Capitals: ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: monópleuros Transliteration B: monopleuros Transliteration C: monoplevros Beta Code: mono/pleuros

English (LSJ)

μονόπλευρον, with one front, of a column on the march, Arr.Tact.28.4,5.

German (Pape)

[Seite 204] einseitig, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων μόνον μίαν πλευράν, Ἀρρ. Τακτ. 28.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόπλευρος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που γίνεται κατά μία μόνο πλευρά ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία πλευρά ενός θέματος, μονομερής μεροληπτικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόπλευρος
σπάνιο απολιθωμένο γένος δίθυρων ελασματοβράγχιων μαλακίων, αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε κατά το κρητιδικό.
επίρρ...
μονοπλεύρως και μονόπλευρα (ΑΜ μονοπλεύρως)
από τη μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
μονομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monoplegia (< μονο- + πληγία < -πληγής < πλήττω)].