μιμιχμός: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mimichmos | |Transliteration C=mimichmos | ||
|Beta Code=mimixmo/s | |Beta Code=mimixmo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[neighing of horses]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[μιμάξασα]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, neighing of horses, Hsch.; cf. μιμάξασα.
German (Pape)
[Seite 187] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μιμιχμός: ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ μιμάξασα (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».
Greek Monolingual
μιμιχμός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τοῦ ἵππου φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei)-].