σκινδαλαμοφράστης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skindalamofrastis
|Transliteration C=skindalamofrastis
|Beta Code=skindalamofra/sths
|Beta Code=skindalamofra/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">straw-splitter</b>, AP11.354 (Agath.).</span>
|Definition=σκινδαλαμοφράστου, ὁ, [[straw-splitter]], AP11.354 (Agath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui ne dit que des subtilités]].<br />'''Étymologie:''' [[σκινδάλαμος]], [[φράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' ου ὁ [[предающийся словесным хитросплетениям]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης''': -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, [[λεπτολόγος]], [[σοφιστής]], Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
|lstext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης''': -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, [[λεπτολόγος]], [[σοφιστής]], Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου () :<br />qui ne dit que des subtilités.<br />'''Étymologie:''' [[σκινδάλαμος]], [[φράζω]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>σχινδαλαμοφράστης</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' -ου, ὁ, [[λεπτολόγος]], αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», [[σχολαστικός]], [[φλύαρος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκινδᾰλᾰμο-[[φράστης]], ου, ὁ,<br />a [[straw]]-splitter, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδᾰλᾰμοφράστης Medium diacritics: σκινδαλαμοφράστης Low diacritics: σκινδαλαμοφράστης Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΦΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: skindalamophrástēs Transliteration B: skindalamophrastēs Transliteration C: skindalamofrastis Beta Code: skindalamofra/sths

English (LSJ)

σκινδαλαμοφράστου, ὁ, straw-splitter, AP11.354 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui ne dit que des subtilités.
Étymologie: σκινδάλαμος, φράζω.

Russian (Dvoretsky)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, λεπτολόγος, σοφιστής, Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σχινδαλαμοφράστης.

Greek Monotonic

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, λεπτολόγος, αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», σχολαστικός, φλύαρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκινδᾰλᾰμο-φράστης, ου, ὁ,
a straw-splitter, Anth.