τύλιγμα: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyligma
|Transliteration C=tyligma
|Beta Code=tu/ligma
|Beta Code=tu/ligma
|Definition=[ῠ], ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[ἕλιξ]], Hsch.</span>
|Definition=[ῠ], ατος, τό, gloss on [[ἕλιξ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τύλιγμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἕλιξ]]· οὕτω τυλιγμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 881, πρβλ. [[ἕλιγμα]].
|lstext='''τύλιγμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἕλιξ]]· οὕτω τυλιγμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 881, πρβλ. [[ἕλιγμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[τυλίσσω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τυλίγω]], [[περιέλιξη]], [[περιτύλιξη]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[αγωγός]] περιτυλιγμένος [[γύρω]] από [[τύμπανο]] ή από [[πυρήνα]], ο [[οποίος]] όταν διαρρέεται από [[ρεύμα]] παράγει έντονο μαγνητικό [[πεδίο]], [[περιέλιξη]].
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύλιγμα Medium diacritics: τύλιγμα Low diacritics: τύλιγμα Capitals: ΤΥΛΙΓΜΑ
Transliteration A: týligma Transliteration B: tyligma Transliteration C: tyligma Beta Code: tu/ligma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, gloss on ἕλιξ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τύλιγμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἕλιξ· οὕτω τυλιγμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 881, πρβλ. ἕλιγμα.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τυλίσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυλίγω, περιέλιξη, περιτύλιξη
2. (ηλεκτρολ.) αγωγός περιτυλιγμένος γύρω από τύμπανο ή από πυρήνα, ο οποίος όταν διαρρέεται από ρεύμα παράγει έντονο μαγνητικό πεδίο, περιέλιξη.