πανίον: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πᾱνίον -ου, τό Dor. voor πηνίον.
|elnltext=πᾱνίον -ου, τό Dor. voor πηνίον.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱνίον Medium diacritics: πανίον Low diacritics: πανίον Capitals: ΠΑΝΙΟΝ
Transliteration A: paníon Transliteration B: panion Transliteration C: panion Beta Code: pani/on

English (LSJ)

τό, Dor. for πηνίον. πάνιον, τό, = πλήσμιον, v. πάνια.

German (Pape)

[Seite 460] τό, = πηνίον; τὰ τροχαῖα πανία, Leon. Tar. 8 (VI, 288).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πᾱνίον -ου, τό Dor. voor πηνίον.

Russian (Dvoretsky)

πᾱνίον: τό дор. = πηνίον.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱνίον: τό, Δωρ. ἀντὶ πηνίον. ΙΙ. τὸ κοινῶς πανί, καλῶς περικαθαρίσας τὸ τραῦμα καὶ δήσας τὸν πόδα πανίῳ ἀπέλυσεν Ἰω. Μόσχος ἐν τῷ Λειμωναρίῳ 107, Ὀρνεοσόφ. 31, 34, 45.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πηνίον.
(II)
και παννίον, τὸ, Μ πάννος
ύφασμα λινό ή βαμβακερό, πανί.