προσανάκλιμα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosanaklima
|Transliteration C=prosanaklima
|Beta Code=prosana/klima
|Beta Code=prosana/klima
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that on which one leans</b>, AP7.407 (Diosc.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[that on which one leans]], AP7.407 (Diosc.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0749.png Seite 749]] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0749.png Seite 749]] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προσανάκλῐμα''': τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
|btext=ατος (τό) :<br />[[point d'appui]].<br />'''Étymologie:''' [[προσανακλίνομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσανάκλιμα -ατος, τό [προσανακλίνω] rustpunt:. νέοις π. ἐρώτων voor jonge mannen een rustpunt in hun liefde AP 7.407.1.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />point d’appui.<br />'''Étymologie:''' [[προσανακλίνομαι]].
|elrutext='''προσανάκλῐμα:''' ατος τό подпора, опора Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσανάκλῐμα:''' τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται [[κάποιος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''προσανάκλῐμα:''' τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται [[κάποιος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσανάκλῐμα:''' ατος τό подпора, опора Anth.
|lstext='''προσανάκλῐμα''': τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
}}
{{elnl
|elnltext=προσανάκλιμα -ατος, τό [προσανακλίνω] rustpunt:. νέοις π. ἐρώτων voor jonge mannen een rustpunt in hun liefde AP 7.407.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,<br />that on [[which]] one leans, Anth.
|mdlsjtxt=προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,<br />that on [[which]] one leans, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάκλῐμα Medium diacritics: προσανάκλιμα Low diacritics: προσανάκλιμα Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΚΛΙΜΑ
Transliteration A: prosanáklima Transliteration B: prosanaklima Transliteration C: prosanaklima Beta Code: prosana/klima

English (LSJ)

-ατος, τό, that on which one leans, AP7.407 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 749] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
point d'appui.
Étymologie: προσανακλίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσανάκλιμα -ατος, τό [προσανακλίνω] rustpunt:. νέοις π. ἐρώτων voor jonge mannen een rustpunt in hun liefde AP 7.407.1.

Russian (Dvoretsky)

προσανάκλῐμα: ατος τό подпора, опора Anth.

Greek Monolingual

-ίματος, τὸ, Α προσανακλίνω
αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

προσανάκλῐμα: τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάκλῐμα: τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.

Middle Liddell

προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,
that on which one leans, Anth.