πολυαλθής: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyalthis | |Transliteration C=polyalthis | ||
|Beta Code=polualqh/s | |Beta Code=polualqh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυαλθές, ([[ἄλθος]]) [[curing many diseases]], Dsc.3.146. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυαλθής''': ές. ([[ἄλθος]]) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ [[ἰαματικός]], Διοσκ. 3. 163. | |lstext='''πολυαλθής''': ές. ([[ἄλθος]]) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ [[ἰαματικός]], Διοσκ. 3. 163. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ [[ιαματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), [[πρβλ]]. [[ευαλθής]], [[παναλθής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυαλθές, (ἄλθος) curing many diseases, Dsc.3.146.
German (Pape)
[Seite 659] ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαλθής: ές. (ἄλθος) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ ἰαματικός, Διοσκ. 3. 163.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευαλθής, παναλθής].