Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥιπίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ripidion
|Transliteration C=ripidion
|Beta Code=r(ipi/dion
|Beta Code=r(ipi/dion
|Definition=τό, Dim. of [[ῥιπίς]], [[small bellows]], Hdn.Epim.118.
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[ῥιπίς]], [[small bellows]], Hdn.Epim.118.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0844.png Seite 844]] τό, dim. von [[ῥίπίς]], kleiner Fächer, Schol. Ar. Ach. 669.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0844.png Seite 844]] τό, dim. von [[ῥιπίς]], kleiner Fächer, Schol. Ar. Ach. 669.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ῥιπίδιον]], ΝΜΑ [[ῥιπίς]], ῥιπίδος<br />[[βεντάλια]] από [[ψαθί]], ύφασμα, [[χαρτί]] ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] κυματώδους ταξιανθίας<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ριπίδια</i><br />οι πρώτοι νομείς [[προς]] την [[πλώρη]] ξύλινου πλοίου, που [[μαζί]] με τους παραστάτες αποτελούν την [[κυρίως]] λεγόμενη [[πλώρη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αλλουβιακό [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> [[ιζηματογενής]] [[σχηματισμός]] που δημιουργείται στο [[στόμιο]] φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το [[φορτίο]] τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε [[σχήμα]] ριπιδίου<br />β) «βραχώδες [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> ριπιδοειδούς σχήματος [[επιφάνεια]] του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους<br />γ) «υποθαλάσσιο [[ριπίδιο]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[συσσώρευση]] χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών || (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> λειτουργικό [[σκεύος]] τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, το οποίο μετακινούσαν [[πάνω]] από τα Τίμια Δώρα οι διάκονοι για την [[εκδίωξη]] εντόμων<br /><b>2.</b> μετάλλινα τυποποιημένα ομοιώματα τών [[σεραφείμ]], εξαπτέρυγα.
|mltxt=το / [[ῥιπίδιον]], ΝΜΑ [[ῥιπίς]], ῥιπίδος<br />[[βεντάλια]] από [[ψαθί]], ύφασμα, [[χαρτί]] ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] κυματώδους ταξιανθίας<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ριπίδια</i><br />οι πρώτοι νομείς [[προς]] την [[πλώρη]] ξύλινου πλοίου, που [[μαζί]] με τους παραστάτες αποτελούν την [[κυρίως]] λεγόμενη [[πλώρη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αλλουβιακό [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> [[ιζηματογενής]] [[σχηματισμός]] που δημιουργείται στο [[στόμιο]] φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το [[φορτίο]] τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε [[σχήμα]] ριπιδίου<br />β) «βραχώδες [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> ριπιδοειδούς σχήματος [[επιφάνεια]] του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους<br />γ) «υποθαλάσσιο [[ριπίδιο]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[συσσώρευση]] χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών || (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> λειτουργικό [[σκεύος]] τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, το οποίο μετακινούσαν [[πάνω]] από τα Τίμια Δώρα οι διάκονοι για την [[εκδίωξη]] εντόμων<br /><b>2.</b> μετάλλινα τυποποιημένα ομοιώματα τών [[σεραφείμ]], εξαπτέρυγα.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑπίδιον Medium diacritics: ῥιπίδιον Low diacritics: ριπίδιον Capitals: ΡΙΠΙΔΙΟΝ
Transliteration A: rhipídion Transliteration B: rhipidion Transliteration C: ripidion Beta Code: r(ipi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ῥιπίς, small bellows, Hdn.Epim.118.

German (Pape)

[Seite 844] τό, dim. von ῥιπίς, kleiner Fächer, Schol. Ar. Ach. 669.

Greek Monolingual

το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ ῥιπίς, ῥιπίδος
βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου
νεοελλ.
1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας
2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδια
οι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με τους παραστάτες αποτελούν την κυρίως λεγόμενη πλώρη
3. φρ. α) «αλλουβιακό ριπίδιο»
(γεωμορφ.) ιζηματογενής σχηματισμός που δημιουργείται στο στόμιο φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το φορτίο τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε σχήμα ριπιδίου
β) «βραχώδες ριπίδιο»
(γεωμορφ.) ριπιδοειδούς σχήματος επιφάνεια του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους
γ) «υποθαλάσσιο ριπίδιο»
γεωλ. συσσώρευση χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών