νειοτομεύς: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neiotomeys
|Transliteration C=neiotomeys
|Beta Code=neiotomeu/s
|Beta Code=neiotomeu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who breaks up a fallow</b>, AP6.41 (Agath.).</span>
|Definition=-έως, ὁ, [[one who breaks up a fallow]], AP6.41 (Agath.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />[[charrue]].<br />'''Étymologie:''' [[νειός]], [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νειοτομεύς:''' έως ὁ взрезающий пашню, т. е. плуг Anth.
}}
{{ls
|lstext='''νειοτομεύς''': ὁ ([[νειός]], [[τέμνω]]) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[νειοτομεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(για το [[άροτρο]]) αυτός που οργώνει χέρσα γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] «[[αγρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[τομεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιατρο</i>-[[τομεύς]], <i>περι</i>-[[τομεύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νειοτομεύς:''' ὁ ([[τέμνω]]), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νειο-[[τομεύς]], έως, [[τέμνω]]<br />one who breaks up a [[fallow]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειοτομεύς Medium diacritics: νειοτομεύς Low diacritics: νειοτομεύς Capitals: ΝΕΙΟΤΟΜΕΥΣ
Transliteration A: neiotomeús Transliteration B: neiotomeus Transliteration C: neiotomeys Beta Code: neiotomeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, one who breaks up a fallow, AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 237] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
charrue.
Étymologie: νειός, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

νειοτομεύς: έως ὁ взрезающий пашню, т. е. плуг Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νειοτομεύς: ὁ (νειός, τέμνω) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.

Greek Monolingual

νειοτομεύς, -έως, ὁ (Α)
(για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο-τομεύς, περι-τομεύς.

Greek Monotonic

νειοτομεύς: ὁ (τέμνω), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.

Middle Liddell

νειο-τομεύς, έως, τέμνω
one who breaks up a fallow, Anth.