κατεπάλμενος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.
|elnltext=κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπάλμενος Medium diacritics: κατεπάλμενος Low diacritics: κατεπάλμενος Capitals: ΚΑΤΕΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katepálmenos Transliteration B: katepalmenos Transliteration C: katepalmenos Beta Code: katepa/lmenos

English (LSJ)

κατέπ-αλτο, v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.

German (Pape)

[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.

French (Bailly abrégé)

v. κατεφάλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατεπάλμενος: эп. part. aor. 2 к κατεφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.

English (Autenrieth)

see κατεφάλλομαι.

Greek Monotonic

κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.