πρωτόπολις: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protopolis | |Transliteration C=protopolis | ||
|Beta Code=prwto/polis | |Beta Code=prwto/polis | ||
|Definition=εως, ὁ, ἡ, [[first in the city]], Τύχη Plu.2.322c. | |Definition=-εως, ὁ, ἡ, [[first in the city]], Τύχη Plu.2.322c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, first in the city, Τύχη Plu.2.322c.
German (Pape)
[Seite 805] ὁ, ἡ, der, die Erste im Staat; τύχη, Plut. de fort. Rom. 10, vielleicht aus Pind. tr. 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
le premier dans l'État.
Étymologie: πρῶτος, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόπολις: εως adj. первый в городе, т. е. важнейший для города (τύχη Pind., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ πρῶτος ἐν τῇ πόλει, τύχη Πινδ. Ἀποσπ. 14. 2) ἡ πρώτη πόλις, πρὸς πόλιν τὴν πρωτόπολιν Κ. Μανασσ. Χρον. 2622 ‒ πρωτόπτολις, Νόνν. Διονυσ. 41. 357.
Greek Monolingual
-όλεως, ὁ, ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. πρωτόπτολις, Μ
ο πρώτος ή η πρώτη μέσα στην πόλη
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτόπολις
η πρώτη πόλη.