μιτοεργός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitoergos | |Transliteration C=mitoergos | ||
|Beta Code=mitoergo/s | |Beta Code=mitoergo/s | ||
|Definition= | |Definition=μιτοεργόν, [[working the thread]], AP6.289 (Leon.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
μιτοεργόν, working the thread, AP6.289 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.
Greek Monolingual
μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].
Greek Monotonic
μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.