διαχωριστής: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diachoristis
|Transliteration C=diachoristis
|Beta Code=diaxwristh/s
|Beta Code=diaxwristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[separator]], Gloss.</span>
|Definition=διαχωριστοῦ, ὁ, [[separator]], ''Glossaria''.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[árbitro]] Sch.A.<i>Th</i>.941c<br /><b class="num"></b>δ.· <i>separator</i>, <i>Gloss</i>.2.276.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχωριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.
|lstext='''διαχωριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[árbitro]] Sch.A.<i>Th</i>.941c<br /><b class="num">•</b>δ.· <i>separator</i>, <i>Gloss</i>.2.276.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[διαχωριστής]])<br />αυτός που διαχωρίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] κυψέλης [[μελισσών]], από [[ξύλο]], λευκοσίδηρο ή [[χαρτόνι]].
|mltxt=ο (Μ [[διαχωριστής]])<br />αυτός που διαχωρίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] κυψέλης [[μελισσών]], από [[ξύλο]], λευκοσίδηρο ή [[χαρτόνι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχωριστής Medium diacritics: διαχωριστής Low diacritics: διαχωριστής Capitals: ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: diachōristḗs Transliteration B: diachōristēs Transliteration C: diachoristis Beta Code: diaxwristh/s

English (LSJ)

διαχωριστοῦ, ὁ, separator, Glossaria.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
árbitro Sch.A.Th.941c
δ.· separator, Gloss.2.276.

Greek (Liddell-Scott)

διαχωριστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Μ διαχωριστής)
αυτός που διαχωρίζει
νεοελλ.
πλάκα κυψέλης μελισσών, από ξύλο, λευκοσίδηρο ή χαρτόνι.