ἀλέασθαι: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλέασθαι:''' [[ἀλέασθε]], Επικ. απαρ. αορ. | |lsmtext='''ἀλέασθαι:''' [[ἀλέασθε]], Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του [[ἀλέομαι]]· [[ἀλέαιτο]], γʹ ενικ. ευκτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀλέασθε, v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.
Spanish (DGE)
v. ἀλεύω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
inf. ao. épq. de ἀλέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλέασθαι ep. inf. aor. van ἀλέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέασθαι: эп. inf. к ἀλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.
English (Autenrieth)
see ἀλέομαι.
Greek Monotonic
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του ἀλέομαι· ἀλέαιτο, γʹ ενικ. ευκτ.