μάμμος: Difference between revisions
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mammos | |Transliteration C=mammos | ||
|Beta Code=ma/mmos | |Beta Code=ma/mmos | ||
|Definition= | |Definition=[[οἰκέτης]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:44, 25 August 2023
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 91] ὁ, erkl. Hesych. οἰκέτης.
Greek (Liddell-Scott)
μάμμος: «οἰκέτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
ο
μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
(II)
μάμμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».