ὁμολογητής: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omologitis
|Transliteration C=omologitis
|Beta Code=o(mologhth/s
|Beta Code=o(mologhth/s
|Definition=[[sponsor]], Gloss.
|Definition=[[sponsor]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογητής Medium diacritics: ὁμολογητής Low diacritics: ομολογητής Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Transliteration A: homologētḗs Transliteration B: homologētēs Transliteration C: omologitis Beta Code: o(mologhth/s

English (LSJ)

sponsor, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 338] der Zugestehende, auch der Etwas verspricht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Χριστιανὸς καταδιωχθείς, δαρεὶς καὶ φυλακισθεὶς ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἀλλὰ μὴ ὑποστὰς μαρτυρικὸν θάνατον, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1293Α, Διον. Ἀλεξ. 1293Β, Πέτρ. Ἀλεξ. 505Β. ― Ἡ λέξις λέγεται καὶ ἐπὶ ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ὑποστάντων διωγμὸν ὑπὸ αἱρετικῶν, Ὡρολόγ. τὸ Μέγα τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου (21) καὶ Μαρτίου (12). ― Θηλ. ὁμολογήτρια, Ἐπιφάν. ΙΙ, 192Β, Παλλαδ. Λαυσ. 1250Α.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁμολογητής, θηλ. ὁμολογήτρια) ομολογώ
1. χριστιανός που ομολόγησε την πίστη του με παρρησία και καταδιώχθηκε γι' αυτήν, αλλά δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο («μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου», Μηναί.)
2. ορθόδοξος χριστιανός που καταδιώχθηκε από αιρετικούς