περιστερός: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.
|elnltext=περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[περίστερος]] Ν<br />[[αρσενικό]] [[περιστέρι]], ο [[γούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[περιστερός]] <span style="color: red;"><</span> [[περιστερά]] με [[αλλαγή]] γένους. Ο νεοελλ. τ. [[περίστερος]] <span style="color: red;"><</span> [[περιστέρι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μούλαρ</i>-<i>ος</i>)].
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[περίστερος]] Ν<br />[[αρσενικό]] [[περιστέρι]], ο [[γούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[περιστερός]] <span style="color: red;"><</span> [[περιστερά]] με [[αλλαγή]] γένους. Ο νεοελλ. τ. [[περίστερος]] <span style="color: red;"><</span> [[περιστέρι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ος</i> ([[πρβλ]]. [[μούλαρος]])].
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ orn. [[palomo]] ἐπιθύσας χῆνα ἄσπιλον καὶ ἀλέκτρύονας γʹ καὶ περιστεροὺς γʹ <b class="b3">quema un ganso sin mancha, tres gallos y tres palomos</b> P XII 213
}}
}}

Latest revision as of 09:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστερός Medium diacritics: περιστερός Low diacritics: περιστερός Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: peristerós Transliteration B: peristeros Transliteration C: peristeros Beta Code: peristero/s

English (LSJ)

ὁ, v. περιστερά.

German (Pape)

[Seite 594] ὁ, masc. von περιστερά, Täuber, Täuberich, Pherecrat. u. Alexis bei Ath. IX, 395 a; von Luc. Soloec. 7 getadelt.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pigeon mâle, oiseau.
Étymologie: DELG par dissimil. de πελειάς, et suff. différentiel -τερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.

Russian (Dvoretsky)

περιστερός: ὁ голубь-самец Luc.

Greek (Liddell-Scott)

περιστερός: ὁ, ἴδε ἐν λ. περιστερά.

Spanish

palomo

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και περίστερος Ν
αρσενικό περιστέρι, ο γούτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρος)].

Léxico de magia

ὁ orn. palomo ἐπιθύσας χῆνα ἄσπιλον καὶ ἀλέκτρύονας γʹ καὶ περιστεροὺς γʹ quema un ganso sin mancha, tres gallos y tres palomos P XII 213