θέμεν: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θέμεν:''' [[θέμεναι]], Επικ. αντί [[θεῖναι]], απαρ. αορ. | |lsmtext='''θέμεν:''' [[θέμεναι]], Επικ. αντί [[θεῖναι]], απαρ. αορ. βʹ του [[τίθημι]]· [[θέμενος]], Μέσ. μτχ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:52, 25 August 2023
English (LSJ)
θέμεναι, v. τίθημι.
German (Pape)
[Seite 1193] u. θέμεναι, int. aor. II. act. zu τίθημι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. de τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θέμεν: (αι) эп. inf. aor. 2 к τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
θέμεν: θέμεναι, ἴδε ἐν λ. τίθημι.
Greek Monotonic
θέμεν: θέμεναι, Επικ. αντί θεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του τίθημι· θέμενος, Μέσ. μτχ.