ἐνδοτέρω: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=endotero | |Transliteration C=endotero | ||
|Beta Code=e)ndote/rw | |Beta Code=e)ndote/rw | ||
|Definition=Adv.Comp.of | |Definition=Adv.Comp.of [[ἔνδον]],<br><span class="bld">A</span> [[more within]], [[quite within]], <b class="b3">ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν</b> to draw himself [[within]] his means, Plu.''Cat.Ma.''5; <b class="b3">ἐ. τῆς Χρείας προσαγαγέσθαι</b> to unite into greater intimacy, Id.''Arat.''43; [[within]], Placit.5.21.2; (''[[sc.]]'' [[κόσμου]]) ib.1.18.4; ἐ. τείχους J.''AJ''15.11.3; [[farther on]], [[below]], in a book, D.L.10.43, etc.<br><span class="bld">2</span> of [[time]], [[within]] a certain limit, [[sooner]], Hp.''Fract.''33.<br><span class="bld">3</span> Sup. [[ἐνδοτάτω]] [[quite within]], Luc.''Am.''16; [[innermost]], Procl.''Hyp.''6.12; οἱ ἐνδοτάτω Θρᾷκες Hdn.6.8.1: c. gen., [[very far in]], Plu.2.918f.<br><span class="bld">II</span> Adj. [[ἐνδότερος]], [[ον]], [[inner]], PLond.4.1768.2 (vi A. D.): Sup. [[ἐνδότατος]] [[inmost]], Ἀρμενία Just.''Nov.''31.1 ''Intr.''; τόποι [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] S. V. [[μυχοί]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=v. [[ἔνδον]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>Cp. de</i> [[ἔνδον]]. | |btext=<i>Cp. de</i> [[ἔνδον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἐνδοτέρω:''' [compar. к [[ἔνδον]] I] еще далее внутрь, глубже (ἐν τοῖς ἐ. τοῦ [[ὕδατος]] Arst.): ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν Plut. еще больше ограничить себя. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνδοτέρω''': ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[ἔνδον]], παραμέσα, ὁλωσδιόλου μέσα, [[ἐνδοτέρω]] [[συστέλλω]] ἐμαυτόν, [[γίνομαι]] φειδωλὸς [[πέρα]] τοῦ δέοντος, Πλουτ. Κάτων ὁ Πρεσβ. 5· [[ἐνδοτέρω]] τῆς χρείας προσάγεσθαι, ἑλκύειν τινὰ πρὸς ἑαυτὸν εἰς στενωτέρας σχέσεις, καθιστᾶν αὐτὸν στενώτερον φίλον, ὁ αὐτὸς Ἄρατ. 43· ἐπὶ ἀριθμοῦ, κατωτέρω, τὴν διάρθρωσιν γίνεσθαι ἀπὸ ἕκτης καὶ εἰκοστῆς, [[πολλάκις]] δὲ καὶ [[ἐνδοτέρω]] ὁ αὐτ. 2. 909Β· - μετὰ γεν., ἐν τοῖς ἐνδ. τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 7· ἐνδ. τείχους Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 11. 3· - ἐπὶ βιβλίου, κατωτέρω, περαιτέρω, Διογ. Λ. 10. 43, κτλ. 2) ὑπερθ. ἐνδοτάτω, εἰς τὸ ἐνδότατον [[μέρος]], καὶ στὰς ἀφανὴς ἐνδοτάτω Λουκ. Ἔρωτες 16, Πλούτ. 2. 918F. ΙΙ. Συγκρ. ἐπίθ. ἐνδότερος, Λατ. interior, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4. 5., 6, 7· ὑπερθ. ἐνδότατος, Λατ. intimus, Ἡσύχ. ἐν λέξει μυχοί, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 792, εἰς Λυκόφρ. 896. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνδοτέρω:''' επίρρ. συγκρ. του [[ἔνδον]], [[ολότελα]] μέσα, πιο μέσα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐνδοτέρω:''' επίρρ. συγκρ. του [[ἔνδον]], [[ολότελα]] μέσα, πιο μέσα, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=<i>adverb</i>[comp. of [[ἔνδον]]<br />[[quite]] [[within]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:13, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv.Comp.of ἔνδον,
A more within, quite within, ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν to draw himself within his means, Plu.Cat.Ma.5; ἐ. τῆς Χρείας προσαγαγέσθαι to unite into greater intimacy, Id.Arat.43; within, Placit.5.21.2; (sc. κόσμου) ib.1.18.4; ἐ. τείχους J.AJ15.11.3; farther on, below, in a book, D.L.10.43, etc.
2 of time, within a certain limit, sooner, Hp.Fract.33.
3 Sup. ἐνδοτάτω quite within, Luc.Am.16; innermost, Procl.Hyp.6.12; οἱ ἐνδοτάτω Θρᾷκες Hdn.6.8.1: c. gen., very far in, Plu.2.918f.
II Adj. ἐνδότερος, ον, inner, PLond.4.1768.2 (vi A. D.): Sup. ἐνδότατος inmost, Ἀρμενία Just.Nov.31.1 Intr.; τόποι Hsch. S. V. μυχοί.
Spanish (DGE)
v. ἔνδον.
French (Bailly abrégé)
Cp. de ἔνδον.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδοτέρω: [compar. к ἔνδον I] еще далее внутрь, глубже (ἐν τοῖς ἐ. τοῦ ὕδατος Arst.): ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν Plut. еще больше ограничить себя.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοτέρω: ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ ἔνδον, παραμέσα, ὁλωσδιόλου μέσα, ἐνδοτέρω συστέλλω ἐμαυτόν, γίνομαι φειδωλὸς πέρα τοῦ δέοντος, Πλουτ. Κάτων ὁ Πρεσβ. 5· ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσάγεσθαι, ἑλκύειν τινὰ πρὸς ἑαυτὸν εἰς στενωτέρας σχέσεις, καθιστᾶν αὐτὸν στενώτερον φίλον, ὁ αὐτὸς Ἄρατ. 43· ἐπὶ ἀριθμοῦ, κατωτέρω, τὴν διάρθρωσιν γίνεσθαι ἀπὸ ἕκτης καὶ εἰκοστῆς, πολλάκις δὲ καὶ ἐνδοτέρω ὁ αὐτ. 2. 909Β· - μετὰ γεν., ἐν τοῖς ἐνδ. τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 7· ἐνδ. τείχους Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 11. 3· - ἐπὶ βιβλίου, κατωτέρω, περαιτέρω, Διογ. Λ. 10. 43, κτλ. 2) ὑπερθ. ἐνδοτάτω, εἰς τὸ ἐνδότατον μέρος, καὶ στὰς ἀφανὴς ἐνδοτάτω Λουκ. Ἔρωτες 16, Πλούτ. 2. 918F. ΙΙ. Συγκρ. ἐπίθ. ἐνδότερος, Λατ. interior, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4. 5., 6, 7· ὑπερθ. ἐνδότατος, Λατ. intimus, Ἡσύχ. ἐν λέξει μυχοί, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 792, εἰς Λυκόφρ. 896.
Greek Monotonic
ἐνδοτέρω: επίρρ. συγκρ. του ἔνδον, ολότελα μέσα, πιο μέσα, σε Πλούτ.