Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσόγαιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesogaios
|Transliteration C=mesogaios
|Beta Code=meso/gaios
|Beta Code=meso/gaios
|Definition=ον, also α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inland]], [[in the heart of a country]], μ. οἰκέειν <span class="bibl">Hdt.1.145</span>; <b class="b3">τὴν μ. τῆς ὁδοῦ</b> the [[inland]] road, <span class="bibl">Id.7.124</span>, <span class="bibl">9.89</span>; μ. πόλεις <span class="bibl">Plb.2.5.2</span>; <b class="b3">ὁ μ</b>., opp. <b class="b3">οἱ παράκτιοι</b>, <span class="title">IG</span>5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. [[μεσογαιότερος]] ([[varia lectio|v.l.]] -ειό-) <span class="bibl">Str.13.1.51</span>: Att. also μεσόγεως, ων, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>909c</span>; Ep. μεσσόγεως <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]] μεσόγαια, ἡ, [[inland parts]], [[interior]], <span class="bibl">Hdt.1.175</span>, <span class="bibl">2.7</span>,<span class="bibl">9</span>, etc.; μεσόγεια, ἡ, <span class="bibl">Th.1.100</span>, <span class="bibl">120</span>, <span class="bibl">6.88</span>, <span class="bibl">D.18.301</span>:—also μεσόγαια, τά, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[μεσόγεια]], ἡ, [[continent]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>168</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[Μεσόγειοι]], οἱ, [[inhabitants of the interior]] of Attica, <span class="title">IG</span>22.1245.</span>
|Definition=μεσόγαιον, also α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[inland]], [[in the heart of a country]], μ. οἰκέειν Hdt.1.145; <b class="b3">τὴν μ. τῆς ὁδοῦ</b> the [[inland]] road, Id.7.124, 9.89; μ. πόλεις Plb.2.5.2; <b class="b3">ὁ μ.</b>, opp. <b class="b3">οἱ παράκτιοι</b>, ''IG''5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. [[μεσογαιότερος]] ([[varia lectio|v.l.]] -ειό-) Str.13.1.51: Att. also [[μεσόγεως]], ων, Pl.''Lg.''909c; Ep. [[μεσσόγεως]] Call.''Dian.''37.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]] μεσόγαια, ἡ, [[inland parts]], [[interior]], Hdt.1.175, 2.7,9, etc.; μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also [[μεσόγαια]], τά, App.''BC''4.53.<br><span class="bld">2</span> [[μεσόγεια]], ἡ, [[continent]], Call.''Del.''168.<br><span class="bld">III</span> [[Μεσόγειοι]], οἱ, [[inhabitants of the interior]] of Attica, ''IG''22.1245.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόγαιος Medium diacritics: μεσόγαιος Low diacritics: μεσόγαιος Capitals: ΜΕΣΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: mesógaios Transliteration B: mesogaios Transliteration C: mesogaios Beta Code: meso/gaios

English (LSJ)

μεσόγαιον, also α, ον,
A inland, in the heart of a country, μ. οἰκέειν Hdt.1.145; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Id.7.124, 9.89; μ. πόλεις Plb.2.5.2; ὁ μ., opp. οἱ παράκτιοι, IG5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. μεσογαιότερος (v.l. -ειό-) Str.13.1.51: Att. also μεσόγεως, ων, Pl.Lg.909c; Ep. μεσσόγεως Call.Dian.37.
II as substantive μεσόγαια, ἡ, inland parts, interior, Hdt.1.175, 2.7,9, etc.; μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also μεσόγαια, τά, App.BC4.53.
2 μεσόγεια, ἡ, continent, Call.Del.168.
III Μεσόγειοι, οἱ, inhabitants of the interior of Attica, IG22.1245.

German (Pape)

[Seite 138] mittelländisch, mitten im Lande gelegen, Sp.; μεσογαιότερος, Strab. XIII, 606.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au milieu des terres.
Étymologie: μέσος, γαῖα.

Russian (Dvoretsky)

μεσόγαιος: II ἡ (sc. χώρα) Polyb. = μεσόγαια.
находящийся в глубине страны, внутренний, глубинный (πόλεις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσόγαιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, ὁ κείμενος εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μέρη χώρας τινός, μ. οἰκέειν Ἡρόδ. 1. 145· τὴν μ. τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 7. 124· - Ἀττ. καὶ μεσόγεως, ων, Πλάτ. Νόμ. 909Α· Ἐπικ. μεσσόγεως, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μεσογαία, ἡ, τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, τὰ μεσόγεια μέρη, Λατ. loca mediterranea, Ἡρόδ. 1. 175., 2. 7, 9, κτλ.· οὕτω μεσογεία, ἡ, Θουκ. 1. 100, 120., 88, Δημ. 326. 9.

Greek Monolingual

-ο (Α μεσόγαιος, -ον και, -αία, -ον)
βλ. μεσόγειος.

Greek Monotonic

μεσόγαιος: -ον, επίσης -α, -ον (γαῖα=γῆ),
I. αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα της χώρας, στην καρδιά της (ο ηπειρωτικός), σε Ηρόδ.· τὴν μεσόγαιαν τῆς ὁδοῦ, ο δρόμος που οδηγεί στα ενδότερα, στον ίδ.· στην Αττ. επίσης μεσόγεως, -ων, σε Πλάτ.
II. ως ουσ., μεσογαία, , τα ενδότερα μέρη μιας χώρας, ενδοχώρα, Λατ. loca mediterranea, σε Ηρόδ.· ομοίως, μεσογεία, , σε Θουκ., Δημ.

Middle Liddell

μεσό-γαιος, ον γαῖα, = γῆ]
inland, in the heart of a country, Hdt.; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Hdt.

Mantoulidis Etymological

μεσόγειος (=αὐτός πού βρίσκεται στό ἐσωτερικό μιᾶς χώρας). Σύνθετο ἀπό τό μέσος + γῆ.