ἐπιστημονικός: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistimonikos | |Transliteration C=epistimonikos | ||
|Beta Code=e)pisthmoniko/s | |Beta Code=e)pisthmoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιστημονική, ἐπιστημονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of knowledge]], τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.''de An.''431b27; opp. [[βουλευτικός]], Id.''MM''1196b17, cf. ''EN''1139a12; θεὸς.. πάντων ἐπιστημονικώτατον Id.''Fr.''10 (=S.E.''M.''9.21): Comp. ἐπιστημονικώτερος Arist.''Top.''141b16, Ph.''Fr.''70 H.<br><span class="bld">II</span>. of or for [[science]], [[scientific]], ἀρχαί Arist.''Top.''100b19; <b class="b3">ὁ ὁρισμὸς</b> ἐπιστημονικός ([[varia lectio|v.l.]] ἐπιστημονικόν) Id.''Metaph.''1039b32; ἀποδείξεις Id.''AP''0.75a30; [[συλλογισμός]] ib.71b18; αἴσθησις Phld.''Mus.''p.11 K.; λόγοι Gal.''UP''12.6; ἐπίγνωσις ''Theol.Ar.''17; <b class="b3">οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ.</b> ib.58: Sup. ἐπιστημονικώτατον, <b class="b3">ἔργον [ὁ κόσμος]</b> Ph.2.217. Adv. [[ἐπιστημονικῶς]] Arist.''Top.''114b10, Ph.2.417. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιστημονική, ἐπιστημονικόν,
A capable of knowledge, τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.de An.431b27; opp. βουλευτικός, Id.MM1196b17, cf. EN1139a12; θεὸς.. πάντων ἐπιστημονικώτατον Id.Fr.10 (=S.E.M.9.21): Comp. ἐπιστημονικώτερος Arist.Top.141b16, Ph.Fr.70 H.
II. of or for science, scientific, ἀρχαί Arist.Top.100b19; ὁ ὁρισμὸς ἐπιστημονικός (v.l. ἐπιστημονικόν) Id.Metaph.1039b32; ἀποδείξεις Id.AP0.75a30; συλλογισμός ib.71b18; αἴσθησις Phld.Mus.p.11 K.; λόγοι Gal.UP12.6; ἐπίγνωσις Theol.Ar.17; οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ. ib.58: Sup. ἐπιστημονικώτατον, ἔργον [ὁ κόσμος] Ph.2.217. Adv. ἐπιστημονικῶς Arist.Top.114b10, Ph.2.417.
German (Pape)
[Seite 984] ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς μέρος Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστημονικός:
1 познающий (μέρος τῆς ψυχῆς Arst.);
2 научный (ὁρισμός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστημονικός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικὸς ἐπιστήμης, γνώσεως, ἀντίθετον τῷ λογιστικός, τὸ ἐπ. μέρος τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 8, 2, Ἠθ. Ν. 6. 1, 6· θεός... πάντων ἐπιστημονικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 12. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος διὰ τὴν ἐπιστήμην, ὡς καὶ νῦν, ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 2· ὁρισμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 3· ἀπόδειξις ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 6, 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιστημονικός, -ή, -όν) επιστήμων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις»)
αρχ.
ο ικανός να κατέχει την επιστήμη, να μαθαίνει καλά κάτι («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», Αριστοτ.).