καταξύω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataksyo | |Transliteration C=kataksyo | ||
|Beta Code=katacu/w | |Beta Code=katacu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[scrape down]], Hp.''VC''19, Sor.2.12, Gal.10.132.<br><span class="bld">2</span> [[scratch]], [[mark]], Luc. ''Nigr.''27; <b class="b3">γραφίδεσσι κ.</b> [[inscribe]], Hymn.Is.11.<br><span class="bld">II</span> [[polish]], [[smooth]], [[plane down]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.15.2, D.S.2.13:—Pass., σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν Agatharch.27; γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος [[LXX]] ''Ep.Je.''8.<br><span class="bld">III</span> Pass., of land, to [[be eroded]], PTeb.74.52 (ii B.C.), etc.<br><span class="bld">IV</span> Pass., to [[be worried]], πράγματι ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''525.4 (ii A.D.); <b class="b3">καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε</b> ib.1676.24 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα- | |elnltext=κατα-ξύω afschrapen, schuren. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
A scrape down, Hp.VC19, Sor.2.12, Gal.10.132.
2 scratch, mark, Luc. Nigr.27; γραφίδεσσι κ. inscribe, Hymn.Is.11.
II polish, smooth, plane down, Thphr. HP 3.15.2, D.S.2.13:—Pass., σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν Agatharch.27; γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος LXX Ep.Je.8.
III Pass., of land, to be eroded, PTeb.74.52 (ii B.C.), etc.
IV Pass., to be worried, πράγματι POxy.525.4 (ii A.D.); καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε ib.1676.24 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1367] (s. ξύω), zerschaben, zerreißen, zerkratzen, Sp., wie Luc. Nigr. 27; auch = glätten.
French (Bailly abrégé)
couper la surface.
Étymologie: κατά, ξύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ξύω afschrapen, schuren.
Russian (Dvoretsky)
καταξύω: сцарапывать, соскребать, соскабливать (σιδήρῳ τι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
καταξύω: μέλλ. -ύσω ῡ, ξύω πολύ, ξύων φθείρω, Ἱππ. Κεφ. Τρ. 911· ξύνων ἀφίνω ἴχνος, σημειώνω, γραφίδεσσι, κ., γράφειν, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1028. 11· προσέτι, καταμύσσω, κατασχάζω, καθαιματῶ, οἱ δὲ μαστιγοῦντες, οἱ δὲ χαριέστατοι καὶ σιδήρῳ τὰς ἐπιφανείας αὐτῶν καταξύοντες Λουκ. Νιγρ. 27. ΙΙ. στιλβώνω, ὡς τὸ καταξέω, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 2, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 448, 4, Διόδ. 2, 13.
Greek Monolingual
καταξύω (Α)
1. ξύνω πολύ, φθείρω κάτι ξύνοντας
2. χαράζω κάτι
3. (για γραφίδα) γράφω
4. στιλβώνω, γυαλίζω κάτι με την τριβή
5. παθ. καταξύομαι
α) (για τη γη) υφίσταμαι διάβρωση
β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι.