συγχρηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(6_23)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchrimatizo
|Transliteration C=sygchrimatizo
|Beta Code=sugxrhmati/zw
|Beta Code=sugxrhmati/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be associated with</b>, <b class="b3">συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν</b> the Greek date <b class="b2">shall be used along with</b> the Roman, <span class="title">OGI</span>458.53 (i B.C.), cf. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>79</span>, <span class="bibl">Vett.Val.278.11</span>; <b class="b2">act together with</b>, τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2135.3</span> (ii A.D.), cf. <span class="title">Ath.Mitt.</span>37.277 (Pergam.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>397.26</span> (ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1104.14</span> (ii A.D.): abs., <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.221</span> (iii B.C., cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>7.79), <span class="bibl"><span class="title">PLille</span> 49.3</span> (iii B.C., cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>7.297); <b class="b3">ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων</b> shall have his name inscribed at the head of <b class="b2">contracts</b>, IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.).</span>
|Definition=to [[be associated with]], <b class="b3">συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν</b> the Greek date [[shall be used along with]] the Roman, ''OGI''458.53 (i B.C.), cf. Ptol.''Tetr.''79, Vett.Val.278.11; [[act together with]], τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2135.3 (ii A.D.), cf. ''Ath.Mitt.''37.277 (Pergam.), ''PTeb.''397.26 (ii A.D.), ''PSI''10.1104.14 (ii A.D.): abs., ''PPetr.''3p.221 (iii B.C., cf. ''Arch.Pap.''7.79), ''PLille'' 49.3 (iii B.C., cf. ''Arch.Pap.''7.297); <b class="b3">ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων</b> shall have his name inscribed at the head of [[contracts]], IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχρηματίζω''': καλοῦμαι διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― [[συνδέομαι]], ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. [[χρηματίζω]].
|lstext='''συγχρηματίζω''': καλοῦμαι διὰ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― [[συνδέομαι]], ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. [[χρηματίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, [[συνδέομαι]] με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> έχω ίδιο όνομα με άλλον<br /><b>4.</b> [[συμπράττω]] για τη [[διεκπεραίωση]] υπηρεσιακής υπόθεσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηματίζω]] «[[ενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], καλούμαι» (<span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], -<i>ατος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχρημᾰτίζω Medium diacritics: συγχρηματίζω Low diacritics: συγχρηματίζω Capitals: ΣΥΓΧΡΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: synchrēmatízō Transliteration B: synchrēmatizō Transliteration C: sygchrimatizo Beta Code: sugxrhmati/zw

English (LSJ)

to be associated with, συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν the Greek date shall be used along with the Roman, OGI458.53 (i B.C.), cf. Ptol.Tetr.79, Vett.Val.278.11; act together with, τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις POxy.2135.3 (ii A.D.), cf. Ath.Mitt.37.277 (Pergam.), PTeb.397.26 (ii A.D.), PSI10.1104.14 (ii A.D.): abs., PPetr.3p.221 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.79), PLille 49.3 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.297); ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων shall have his name inscribed at the head of contracts, IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συγχρηματίζω: καλοῦμαι διὰ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― συνδέομαι, ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. χρηματίζω.

Greek Monolingual

Α
1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.)
2. ενεργώ από κοινού με άλλον
3. έχω ίδιο όνομα με άλλον
4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χρηματίζω «ενεργώ, διαπραγματεύομαι, καλούμαι» (< χρήμα, -ατος)].