παροδικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parodikos
|Transliteration C=parodikos
|Beta Code=parodiko/s
|Beta Code=parodiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a</b> πάροδος <span class="bibl">111.2</span>, Arg.A.<span class="title">Pers.</span>, cj. in <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>54</span> ; = [[παρόδῳ χρώμενος]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Astron., <b class="b3">π. ἀποκατάστασις</b> restoration <b class="b2">of a transit</b>, i. e. complete revolution, <span class="bibl">Procl. <span class="title">Hyp.</span>1.30</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[transient]], [[brief]], <b class="b3">ἀποδημία</b> Vett. Val. <span class="bibl">98.26</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">in passing</b>, Id.171.17, Pall. <b class="b2">in Hp. Fract</b>.<span class="bibl">1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Astrol., <b class="b2">according to chronocratory</b>, opp. <b class="b3">κατὰ γένεσιν</b>, Vett. Val. <span class="bibl">100.29</span>. Adv.<b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">26</span>.</span>
|Definition=παροδική, παροδικόν,<br><span class="bld">A</span> of a πάροδος 111.2, Arg.A.''Pers.'', cj. in D.H.''Dem.''54; = [[παρόδῳ χρώμενος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> Astron., <b class="b3">π. ἀποκατάστασις</b> restoration [[of a transit]], i.e. complete revolution, Procl. ''Hyp.''1.30.<br><span class="bld">II</span> [[transient]], [[brief]], [[ἀποδημία]] Vett. Val. 98.26. Adv. [[παροδικῶς]] = [[in passing]], Id.171.17, Pall. in Hp. Fract.''1''.<br><span class="bld">III</span> Astrol., [[according to chronocratory]], opp. <b class="b3">κατὰ γένεσιν</b>, Vett. Val. 100.29. Adv. [[παροδικῶς]] ib.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0524.png Seite 524]] ή, όν, zur [[πάροδος]] gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0524.png Seite 524]] ή, όν, zur [[πάροδος]] gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'entrée ; παροδικὸν [[μέλος]] ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''παροδικός:''' [[пародический]], [[исполняемый во время выхода трагического хора]] ([[μέλος]]) arg. ad Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παροδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», [[πρόσκαιρος]], Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 158Β, κλ.
|lstext='''παροδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», [[πρόσκαιρος]], Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 158Β, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’entrée ; παροδικὸν [[μέλος]] ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.<br />'''Étymologie:''' [[πάροδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παροδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πάροδος]]<br />[[περαστικός]], [[πρόσκαιρος]], [[προσωρινός]], αυτός που περνάει [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο του χορού στην [[ορχήστρα]] («παροδικὸν [[μέλος]]» — [[άσμα]] που άδει πρώτο ο [[χορός]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> ο [[σύμφωνος]] [[προς]] την [[χρονοκρατορία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρόδῳ χρώμενος»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παροδική αποκατάστασις» — η [[αποκατάσταση]] ουράνιου σώματος στην πρώτη [[θέση]] ύστερα από μια πλήρη [[περιφορά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροδικώς</i> και <i>παροδικά</i> / <i>παροδικῶς</i> ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο παροδικό, πρόσκαιρα, διαβατικά, εν παρόδω («ὅτι παροδικῶς ἐπιφοιτῶμεν τῇ παρούση ζωῇ», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> σύμφωνα με την [[χρονοκρατορία]].
|mltxt=-ή, -ό / [[παροδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πάροδος]]<br />[[περαστικός]], [[πρόσκαιρος]], [[προσωρινός]], αυτός που περνάει [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο του χορού στην [[ορχήστρα]] («παροδικὸν [[μέλος]]» — [[άσμα]] που άδει πρώτο ο [[χορός]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> ο [[σύμφωνος]] [[προς]] την [[χρονοκρατορία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρόδῳ χρώμενος»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παροδική αποκατάστασις» — η [[αποκατάσταση]] ουράνιου σώματος στην πρώτη [[θέση]] ύστερα από μια πλήρη [[περιφορά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροδικώς</i> και <i>παροδικά</i> / <i>παροδικῶς</i> ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο παροδικό, πρόσκαιρα, διαβατικά, εν παρόδω («ὅτι παροδικῶς ἐπιφοιτῶμεν τῇ παρούση ζωῇ», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> σύμφωνα με την [[χρονοκρατορία]].
}}
{{elru
|elrutext='''παροδικός:''' пародический, исполняемый во время выхода трагического хора ([[μέλος]]) arg. ad Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροδικός Medium diacritics: παροδικός Low diacritics: παροδικός Capitals: ΠΑΡΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: parodikós Transliteration B: parodikos Transliteration C: parodikos Beta Code: parodiko/s

English (LSJ)

παροδική, παροδικόν,
A of a πάροδος 111.2, Arg.A.Pers., cj. in D.H.Dem.54; = παρόδῳ χρώμενος, Hsch.
2 Astron., π. ἀποκατάστασις restoration of a transit, i.e. complete revolution, Procl. Hyp.1.30.
II transient, brief, ἀποδημία Vett. Val. 98.26. Adv. παροδικῶς = in passing, Id.171.17, Pall. in Hp. Fract.1.
III Astrol., according to chronocratory, opp. κατὰ γένεσιν, Vett. Val. 100.29. Adv. παροδικῶς ib.26.

German (Pape)

[Seite 524] ή, όν, zur πάροδος gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'entrée ; παροδικὸν μέλος ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.
Étymologie: πάροδος.

Russian (Dvoretsky)

παροδικός: пародический, исполняемый во время выхода трагического хора (μέλος) arg. ad Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

παροδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», πρόσκαιρος, Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. Κρήτ. 158Β, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παροδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πάροδος
περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο του χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» — άσμα που άδει πρώτο ο χορός, Αισχύλ.)
2. αστρολ. ο σύμφωνος προς την χρονοκρατορία
3. (κατά τον Ησύχ.) «παρόδῳ χρώμενος»
4. φρ. «παροδική αποκατάστασις» — η αποκατάσταση ουράνιου σώματος στην πρώτη θέση ύστερα από μια πλήρη περιφορά.
επίρρ...
παροδικώς και παροδικά / παροδικῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο παροδικό, πρόσκαιρα, διαβατικά, εν παρόδω («ὅτι παροδικῶς ἐπιφοιτῶμεν τῇ παρούση ζωῇ», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
αστρολ. σύμφωνα με την χρονοκρατορία.