ἐπιμύλιος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimylios | |Transliteration C=epimylios | ||
|Beta Code=e)pimu/lios | |Beta Code=e)pimu/lios | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιμύλιον,<br><span class="bld">A</span> [[at]] or [[in the mill]], [[epithet]] of Artemis, S.E.''M.''9.185.<br><span class="bld">2</span>. [[of a millstone]], κλάσμα [[LXX]] ''Jd.''9.53 ([[si vera lectio|s.v.l.]]).<br><span class="bld">II</span>. as [[substantive]],<br><span class="bld">1</span>. [[ἐπιμύλιον]], τό, [[the upper millstone]], ib.''De.''24.6.<br><span class="bld">2</span>. [[ἐπιμύλιος]] (''[[sc.]]'' <b class="b3">ω'δή</b>), ἡ, [[song sung while grinding]], Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.''VH''7.4, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἱμαλίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιμύλιον,
A at or in the mill, epithet of Artemis, S.E.M.9.185.
2. of a millstone, κλάσμα LXX Jd.9.53 (s.v.l.).
II. as substantive,
1. ἐπιμύλιον, τό, the upper millstone, ib.De.24.6.
2. ἐπιμύλιος (sc. ω'δή), ἡ, song sung while grinding, Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.VH7.4, Hsch. s.v. ἱμαλίς.
German (Pape)
[Seite 964] zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμύλιος: (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμύλιος: ῠ, ον, (μύλη) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω λίθος τοῦ μύλου, ἡ ἐπάνω μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ ἐπιμύλιος (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ ἄλεσμα παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.
Greek Monolingual
ἐπιμύλιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον
η πάνω μυλόπετρα
3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα)
τραγούδι που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα τών δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύλιος (< μύλη «μυλόπετρα»)].