Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omozygos
|Transliteration C=omozygos
|Beta Code=o(mo/zugos
|Beta Code=o(mo/zugos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">yoked together</b>, ἵππος Plu.2.1008d : metaph., <b class="b3">στοιχεῖον</b>, i.e. consonant, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>41.381</span> ; neut. pl. as Adv., ὁμόζυγα λατρεύοντας <span class="bibl">Man.4.602</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[in the same row]], Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[corresponding]], <b class="b3">τὸ ὁ. κῶλον</b> the [[corresponding]] limb (on the other side), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>16</span>, cf. Gal.18(1).369 ; <b class="b3">ὁμώνυμα καὶ ὁ. [μέρεα]</b>, e.g. eyes, hands, feet, <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>1.7</span>.</span>
|Definition=ὁμόζυγον,<br><span class="bld">A</span> [[yoked together]], ἵππος Plu.2.1008d: metaph., [[στοιχεῖον]], i.e. consonant, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 41.381; neuter plural as adverb, ὁμόζυγα λατρεύοντας Man.4.602.<br><span class="bld">2</span> [[in the same row]], Ascl.''Tact.''2.4.<br><span class="bld">II</span> [[corresponding]], <b class="b3">τὸ ὁ. κῶλον</b> the [[corresponding]] limb (on the other side), Hp.''Off.''16, cf. Gal.18(1).369; <b class="b3">ὁμώνυμα καὶ ὁ. [μέρεα]</b>, e.g. eyes, hands, feet, Aret. ''SD''1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] zusammengejocht, zusammengespannt mit einem Andern, zunächst von zwei in dasselbe Joch gespannten Zugthieren, u. übertr. = verbunden, zusammenpassend, übereinstimmend; Schol. Lycophr. 1114; Maneth. 4, 602; Nonn. D. 9, 122.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0334.png Seite 334]] zusammengejocht, zusammengespannt mit einem Andern, zunächst von zwei in dasselbe Joch gespannten Zugthieren, u. übertr. = verbunden, zusammenpassend, übereinstimmend; Schol. Lycophr. 1114; Maneth. 4, 602; Nonn. D. 9, 122.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[attelé ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ζυγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόζῠγος:''' Plut. = [[ὁμόζυξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόζῠγος''': -ον, [[ὁμοῦ]] ἐζευγμένος, [[ἵππος]] Πλούτ. 2. 1008D· [[καθόλου]], [[ὁμοῦ]] δεδεμένος, συνεζευγμένος, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. ΙΙ. μεταφορ., [[σύμφωνος]], ὁμόγνωμος, Ἐκκλ.· ὁμώνυμα καὶ ὁμ., ὁμογενῆ, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 1. 7· ― οὐδ. πληθ., ὡς Ἐπίρρ., Μανέθων 4. 602.
|lstext='''ὁμόζῠγος''': -ον, [[ὁμοῦ]] ἐζευγμένος, [[ἵππος]] Πλούτ. 2. 1008D· [[καθόλου]], [[ὁμοῦ]] δεδεμένος, συνεζευγμένος, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. ΙΙ. μεταφορ., [[σύμφωνος]], ὁμόγνωμος, Ἐκκλ.· ὁμώνυμα καὶ ὁμ., ὁμογενῆ, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 1. 7· ― οὐδ. πληθ., ὡς Ἐπίρρ., Μανέθων 4. 602.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />attelé ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ζυγός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόζυγος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον [[άλλο]], αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]] με άλλον («[[ὁμόζυγος]] [[ἵππος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομόζυγος]]<br />[[ομοζυγώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην [[ίδια]] [[σειρά]]<br /><b>2.</b> [[αντίστοιχος]] («τὸ ὁμόζυγον [[κῶλον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁμόζυγα</i><br />από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «όμόζυγον στοιχεῑον» — [[στοιχείο]] που έχει τον ίδιο ήχο<br />β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>ζυγος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homozygous</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόζυγος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον [[άλλο]], αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]] με άλλον («[[ὁμόζυγος]] [[ἵππος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομόζυγος]]<br />[[ομοζυγώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην [[ίδια]] [[σειρά]]<br /><b>2.</b> [[αντίστοιχος]] («τὸ ὁμόζυγον [[κῶλον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁμόζυγα</i><br />από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «όμόζυγον στοιχεῖον» — [[στοιχείο]] που έχει τον ίδιο ήχο<br />β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>ζυγος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homozygous</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόζῠγος:''' Plut. = [[ὁμόζυξ]].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόζῠγος Medium diacritics: ὁμόζυγος Low diacritics: ομόζυγος Capitals: ΟΜΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: homózygos Transliteration B: homozygos Transliteration C: omozygos Beta Code: o(mo/zugos

English (LSJ)

ὁμόζυγον,
A yoked together, ἵππος Plu.2.1008d: metaph., στοιχεῖον, i.e. consonant, Nonn. D. 41.381; neuter plural as adverb, ὁμόζυγα λατρεύοντας Man.4.602.
2 in the same row, Ascl.Tact.2.4.
II corresponding, τὸ ὁ. κῶλον the corresponding limb (on the other side), Hp.Off.16, cf. Gal.18(1).369; ὁμώνυμα καὶ ὁ. [μέρεα], e.g. eyes, hands, feet, Aret. SD1.7.

German (Pape)

[Seite 334] zusammengejocht, zusammengespannt mit einem Andern, zunächst von zwei in dasselbe Joch gespannten Zugthieren, u. übertr. = verbunden, zusammenpassend, übereinstimmend; Schol. Lycophr. 1114; Maneth. 4, 602; Nonn. D. 9, 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attelé ensemble.
Étymologie: ὁμός, ζυγός.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόζῠγος: Plut. = ὁμόζυξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζῠγος: -ον, ὁμοῦ ἐζευγμένος, ἵππος Πλούτ. 2. 1008D· καθόλου, ὁμοῦ δεδεμένος, συνεζευγμένος, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. ΙΙ. μεταφορ., σύμφωνος, ὁμόγνωμος, Ἐκκλ.· ὁμώνυμα καὶ ὁμ., ὁμογενῆ, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 1. 7· ― οὐδ. πληθ., ὡς Ἐπίρρ., Μανέθων 4. 602.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόζυγος, -ον)
1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.)
2. σύζυγος
νεοελλ.
βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγος
ομοζυγώτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην ίδια σειρά
2. αντίστοιχος («τὸ ὁμόζυγον κῶλον», Ιπποκρ.)
3. (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁμόζυγα
από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)
4. φρ. α) «όμόζυγον στοιχεῖον» — στοιχείο που έχει τον ίδιο ήχο
β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ισό-ζυγος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homozygous].