παλιναίρετος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds

Source
(slb)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palinairetos
|Transliteration C=palinairetos
|Beta Code=palinai/retos
|Beta Code=palinai/retos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">removed from office and re-elected</b>, of public officers, <span class="bibl">Eup.89</span>, <span class="bibl">Archipp.14</span>, <span class="bibl">Nicostr.34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of buildings, <b class="b2">pulled down and rebuilt, patched up</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>84</span>, cf. Harp. s.v., Hsch., etc.; also σιδήρου π. <span class="title">IG</span>12.313.131 (Eleusis). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> παλιναίρετα γεγονότα . . καὶ διεφθαρμένα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>82e</span>, expld. by Tim.<span class="title">Lex.</span> <b class="b3">φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον . . αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα</b>.</span>
|Definition=παλιναίρετον,<br><span class="bld">A</span> [[removed from office and re-elected]], of public officers, Eup.89, Archipp.14, Nicostr.34.<br><span class="bld">2</span> of buildings, [[pulled down and rebuilt]], [[patched up]], Pi.''Fr.''84, cf. Harp. s.v., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], etc.; also [[σιδήρου]] π. ''IG''12.313.131 (Eleusis).<br><span class="bld">3</span> παλιναίρετα γεγονότα… καὶ διεφθαρμένα Pl.''Ti.''82e, expld. by Tim.''Lex.'' <b class="b3">φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον… αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα</b>.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλῐναίρετος:''' снова взятый, вновь используемый, т. е. бывший в употреблении, изношенный (π. καὶ διεφθαρμένος Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[παλιναίρετος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> demolished and rebuilt παλιναίρετα (sc. οἰκοδομήματα) fr. 84.
|sltr=[[παλιναίρετος]] demolished and rebuilt παλιναίρετα (''[[sc.]]'' οἰκοδομήματα) fr. 84.
}}
}}
{{Slater
{{grml
|sltr=[[παλιναίρετος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> demolished and rebuilt παλιναίρετα (sc. οἰκοδομήματα) fr. 84.
|mltxt=[[παλιναίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[δημόσιο]] άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε [[πάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα<br />φευκτά, ἔκβλητα, τὸ [[ἐναντίον]]... αὐτῇ τῇ αἱρέσει [[πάθος]] ἐμποιοῦντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[αἱρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἱροῦμαι</i> «εκλέγομαι»), [[πρβλ]]. [[αυθαίρετος]]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλιναίρετος -ον &#91;[[πάλιν]], [[αἱρέω]]] [[verkeerd]], [[verwerpelijk]].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐναίρετος Medium diacritics: παλιναίρετος Low diacritics: παλιναίρετος Capitals: ΠΑΛΙΝΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: palinaíretos Transliteration B: palinairetos Transliteration C: palinairetos Beta Code: palinai/retos

English (LSJ)

παλιναίρετον,
A removed from office and re-elected, of public officers, Eup.89, Archipp.14, Nicostr.34.
2 of buildings, pulled down and rebuilt, patched up, Pi.Fr.84, cf. Harp. s.v., Hsch., etc.; also σιδήρου π. IG12.313.131 (Eleusis).
3 παλιναίρετα γεγονότα… καὶ διεφθαρμένα Pl.Ti.82e, expld. by Tim.Lex. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον… αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα.

German (Pape)

[Seite 450] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλῐναίρετος: снова взятый, вновь используемый, т. е. бывший в употреблении, изношенный (π. καὶ διεφθαρμένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐναίρετος: -ον, ὁ παυθεὶς καὶ πάλιν αἱρεθείς, ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ὁ ἀποχειροτονηθεὶς τὴν ἀρχὴν καὶ πάλιν χειροτονηθείς, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 5, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 3, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 8· καὶ ἐπὶ οἰκοδομημάτων καθαιρεθεὶς (κρημνισθεὶς) καὶ ἀνοικοδομηθείς, ἐπισκευασθείς, Πινδ. Ἀποσπ. 54· ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λ., Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ., καὶ πρβλ. παλίμβολος, παλινάγρετος. 2) τὸ ἐν Πλάτ. Τιμ. 82E χωρίον: παλιναίρετα γεγονότα ... καὶ διεφθαρμένα, ἑρμηνεύεται ἐν τῷ τοῦ Τιμαίου Λεξικ. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον ... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα, ἴδε Ruhnk εἰς Τίμ.

English (Slater)

παλιναίρετος demolished and rebuilt παλιναίρετα (sc. οἰκοδομήματα) fr. 84.

Greek Monolingual

παλιναίρετος, -ον (Α)
1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι
2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου
3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα
φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αἱρετός (< αἱροῦμαι «εκλέγομαι»), πρβλ. αυθαίρετος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιναίρετος -ον [πάλιν, αἱρέω] verkeerd, verwerpelijk.