περιτόναιος: Difference between revisions
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peritonaios | |Transliteration C=peritonaios | ||
|Beta Code=perito/naios | |Beta Code=perito/naios | ||
|Definition= | |Definition=περιτόναιον,<br><span class="bld">A</span> [[stretched]] or [[strained over]], especially of [[the membrane which contains the lower viscera]], τοῦ π. χιτῶνος ἢ ὑμένος ἢ σκεπάσματος Gal.''UP''4.9:—freq. as [[substantive]] περιτόναιον, τό, Hp.''Epid.''7.20, Gal. [[l.c.]], 18(1).164, etc.; περιτόναιος, ὁ, Cels.4.1.13.<br><span class="bld">II</span> [[περιτόναιον]], τό, = [[ἐντερονεία]], Poll.1.92, cf. [[περίτονος]] ''ΙΙ''; but<br><span class="bld">2</span> [[περιτόναια]], τά, [[projecting beams at the stern]] of a ship, ib.89. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[τεντωμένος]], απλωμένος [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «[[περιτόναιος]] [[ὑμήν]]»<br /><b>Γαλ.</b><br />β. «περιτόναιον [[σκέπασμα]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περίτονος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[τεντωμένος]], απλωμένος [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «[[περιτόναιος]] [[ὑμήν]]»<br /><b>Γαλ.</b><br />β. «περιτόναιον [[σκέπασμα]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περίτονος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> ([[πρβλ]]. [[προβόλαιος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περιτόναιος -ον [περιτείνω] gespannen over; subst. τὸ περιτόναιον peritoneum, buikvlies. Hp. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
περιτόναιον,
A stretched or strained over, especially of the membrane which contains the lower viscera, τοῦ π. χιτῶνος ἢ ὑμένος ἢ σκεπάσματος Gal.UP4.9:—freq. as substantive περιτόναιον, τό, Hp.Epid.7.20, Gal. l.c., 18(1).164, etc.; περιτόναιος, ὁ, Cels.4.1.13.
II περιτόναιον, τό, = ἐντερονεία, Poll.1.92, cf. περίτονος ΙΙ; but
2 περιτόναια, τά, projecting beams at the stern of a ship, ib.89.
German (Pape)
[Seite 597] = περιτόνιος, Sp. Nach Poll. 1, 89 sind περιτόναια τὰ περὶ τὴν πρύμναν προύχοντα ξύλα, vgl. 92.
Greek (Liddell-Scott)
περιτόναιος: -α, -ον, ὁ περιτεινόμενος, ὁ τεινόμενος περί τι ἢ ὑπ’ αὐτοῦ, π. ὑμὴν ἢ χιτών, ὁ ὑμὴν ὅστις περιέχει τὰ κατώτερα σπλάγχνα, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφιλ. σ. 299· περιτόναιον, τό, Ἱππ. 1215G, Γαλην. κτλ.· περιτόναιος, ὁ, Κέλσ. 4. 1. ― Κατὰ Πολυδ. Β΄, 224: «καλεῖται δέ τις καὶ περιτόναιος ὑμήν, τῷ παντὶ ὑπογαστρίῳ συμπεφυκώς, καὶ περιειληφὼς κοιλίαν καὶ ἔντερα καὶ πάντα τὸν ἀπὸ διαφράγματος τόπον μέχρι ἐπισίου». ΙΙ. περιτόναιον, τό, εἶναι ὡς φαίνεται τὸ αὐτὸ καὶ ἐντερόνεια παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· ― οὕτω περίτονον παρ’ Εὐστ. 1533· 41· ― ἀλλὰ περιτόναια, τά, Πολυδ. Α΄, 89, «τὰ περὶ τὴν πρύμναν προὔχοντα ξύλα».
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που είναι τεντωμένος, απλωμένος γύρω από κάτι (α. «περιτόναιος ὑμήν»
Γαλ.
β. «περιτόναιον σκέπασμα», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίτονος + κατάλ. -αιος (πρβλ. προβόλαιος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτόναιος -ον [περιτείνω] gespannen over; subst. τὸ περιτόναιον peritoneum, buikvlies. Hp.