πεδαωριστής: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pedaoristis
|Transliteration C=pedaoristis
|Beta Code=pedawristh/s
|Beta Code=pedawristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for <b class="b3">ἵππος φρυαγματίας, μετεω-</b> <b class="b3">ριστής</b>, Hsch. (fort.πεδαορ-). πεδεινός, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[πεδιεινός]]. πεδέπω, Aeol. = [[μεθέπω]] (q.v.). πεδέρχομαι, v. [[μετέρχομαι]] <span class="bibl">111</span>, IV. <span class="bibl">5</span> : aor. imper. <b class="b3">πέδελθε</b>, = [[ἱκέτευσον]], Id. ; subj. <b class="b3">πεδέλθῃ</b>, = [[ἱκετεύῃ]], Id. (prob.). πέδευρα· <b class="b3">ὕστερα</b> (Lacon.), Id., and πέδευρον· <b class="b3">ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω</b> (Lacon.), Id.</span>
|Definition=πεδαωριστοῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for [[ἵππος]] [[φρυαγματίας]], [[μετεωριστής]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (fort. [[πεδαοριστής]]). [[πεδεινός]], v. [[πεδιεινός]]. [[πεδέπω]], Aeol. = [[μεθέπω]] ([[quod vide|q.v.]]). [[πεδέρχομαι]], v. [[μετέρχομαι]] ''III'', IV. 5: aor. imper. [[πέδελθε]], = [[ἱκέτευσον]], Id.; subj. [[πεδέλθῃ]], = [[ἱκετεύῃ]], Id. (prob.). [[πέδευρα]]· [[ὕστερα]] (Lacon.), Id., and [[πέδευρον]]· [[ὕστερον]], [[πάλιν]], [[ὀπίσω]] (Lacon.), Id.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεδᾱωριστής''': -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ [[μετεωριστής]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πεδαοριστής : «πεδαοριστής· [[ἵππος]] φρυ(α)γματίας καὶ [[μετεωριστής]]»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.
|lstext='''πεδᾱωριστής''': -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ [[μετεωριστής]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πεδαοριστής: «πεδαοριστής· [[ἵππος]] φρυ(α)γματίας καὶ [[μετεωριστής]]»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πεδωριστής]] και πιθ. τ. [[πεδαοριστής]], ὁ, Α<br />(αιολ. ή δωρ. τ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]] που πηδά με [[υπερηφάνεια]], [[μετεωριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ. ή δωρ. τ. του [[μετεωριστής]] με [[αντικατάσταση]] του [[μετά]] από [[πεδά]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδᾱωριστής Medium diacritics: πεδαωριστής Low diacritics: πεδαωριστής Capitals: ΠΕΔΑΩΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: pedaōristḗs Transliteration B: pedaōristēs Transliteration C: pedaoristis Beta Code: pedawristh/s

English (LSJ)

πεδαωριστοῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεωριστής, Hsch. (fort. πεδαοριστής). πεδεινός, v. πεδιεινός. πεδέπω, Aeol. = μεθέπω (q.v.). πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι III, IV. 5: aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id.; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). πέδευρα· ὕστερα (Lacon.), Id., and πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω (Lacon.), Id.

German (Pape)

[Seite 540] ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πεδᾱωριστής: -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μετεωριστής, Ἡσύχ. (ἔνθα πεδαοριστής: «πεδαοριστής· ἵππος φρυ(α)γματίας καὶ μετεωριστής»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.

Greek Monolingual

και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. του μετεωριστής με αντικατάσταση του μετά από πεδά].