κυλιστός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kylistos
|Transliteration C=kylistos
|Beta Code=kulisto/s
|Beta Code=kulisto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fit for rolling, large</b>, gloss on [[ῥυτός]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>707.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">twined in a circle</b>, epith. of a kind of garland, <span class="bibl">Alex.272.5</span>, <span class="bibl">Antiph.51</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Subst. κυλιστός, ὁ, <b class="b2">roll of papyrus, large letter</b>, or <b class="b2">packet</b> of letters, <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.110.51</span>, al. (iii B.C.); <b class="b2">parcel</b>, ἱματίων <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>1.2</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=κυλιστή, κυλιστόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for rolling]], [[large]], ''Glossaria'' on [[ῥυτός]], ''EM''707.3.<br><span class="bld">II</span> [[twined in a circle]], [[epithet]] of a kind of garland, Alex.272.5, Antiph.51.<br><span class="bld">III</span> Subst. κυλιστός, ὁ, [[roll of papyrus]], [[large letter]], or [[packet]] of letters, ''PHib.''1.110.51, al. (iii B.C.); [[parcel]], ἱματίων ''Sammelb.''1.2 (iii A.D.).
}}
{{ls
|lstext='''κῠλιστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., πρὸς κύλισιν [[κατάλληλος]], [[μέγας]], λίθοι Ἐτυμολ. Μέγ. 707. 3. ΙΙ. πεπλεγμένος εἰς κύκλον, ἐπίθετον εἴδους στεφάνου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 678Ε, κἑξ., πρβλ. 49F.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλιστός]], -ή, -όν) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] να κυλιέται, [[κατάλληλος]] στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε με [[κύλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στεφάνι]]) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά<br /><b>2.</b> [[δέσμη]], [[μπόγος]] ρούχων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυλιστός]]<br /><b>πάπ.</b> [[ρολό]] παπύρου, [[μεγάλη]] [[επιστολή]] σε πάπυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλιστά</i><br />με [[κύλισμα]], κυλώντας.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gewälzt]]</i>; στέφανοι, große [[Kränze]], so fest [[gewunden]], daß man sie [[fortrollen]] kann, comic. bei Ath. XV.678e und II.49f. Vgl. [[ἐκκυλίω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλιστός Medium diacritics: κυλιστός Low diacritics: κυλιστός Capitals: ΚΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kylistós Transliteration B: kylistos Transliteration C: kylistos Beta Code: kulisto/s

English (LSJ)

κυλιστή, κυλιστόν,
A fit for rolling, large, Glossaria on ῥυτός, EM707.3.
II twined in a circle, epithet of a kind of garland, Alex.272.5, Antiph.51.
III Subst. κυλιστός, ὁ, roll of papyrus, large letter, or packet of letters, PHib.1.110.51, al. (iii B.C.); parcel, ἱματίων Sammelb.1.2 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠλιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., πρὸς κύλισιν κατάλληλος, μέγας, λίθοι Ἐτυμολ. Μέγ. 707. 3. ΙΙ. πεπλεγμένος εἰς κύκλον, ἐπίθετον εἴδους στεφάνου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 678Ε, κἑξ., πρβλ. 49F.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυλιστός, -ή, -όν) κυλίνδω
1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα
2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα
αρχ.
1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά
2. δέσμη, μπόγος ρούχων
3. το αρσ. ως ουσ.κυλιστός
πάπ. ρολό παπύρου, μεγάλη επιστολή σε πάπυρο.
επίρρ...
κυλιστά
με κύλισμα, κυλώντας.

German (Pape)

gewälzt; στέφανοι, große Kränze, so fest gewunden, daß man sie fortrollen kann, comic. bei Ath. XV.678e und II.49f. Vgl. ἐκκυλίω.