ἀνεμώδης: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anemodis | |Transliteration C=anemodis | ||
|Beta Code=a)nemw/dhs | |Beta Code=a)nemw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεμώδες,<br><span class="bld">A</span> [[windy]], Σκῦρος S.''Fr.''553; χώρα Hp.Aër.24, cf. Nic. ''Th.''96; ἀκρωτήριον Plu.2.967b; ἔτος ἀ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''360b5; κύματα ἀ. [[bringing wind]], Id.''Pr.''932b29; <b class="b3">σημεῖον ἀ.</b> a sign [[of wind]], [[Theophrastus]] ''Sign.'' 18.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[vain]], [[idle]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]s.v. [[κραπαταλίας]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεμώδες,
A windy, Σκῦρος S.Fr.553; χώρα Hp.Aër.24, cf. Nic. Th.96; ἀκρωτήριον Plu.2.967b; ἔτος ἀ. Arist.Mete.360b5; κύματα ἀ. bringing wind, Id.Pr.932b29; σημεῖον ἀ. a sign of wind, Theophrastus Sign. 18.
2 metaph., vain, idle, Hsch.s.v. κραπαταλίας.
Spanish (DGE)
-ες
1 expuesto al viento, azotado por el viento Σκῦρος S.Fr.553, χώρα Hp.Aër.24, Λιβύης ... χηλή Posidipp.12.3P., ἀκρωτήριον Plu.2.967b
•ventoso ἔτος Arist.Mete.360b5.
2 que es señal de viento κύματα Arist.Pr.932b29, ἀ. σημεῖον un signo de viento Thphr.Sign.18
•propio del viento πτερύγων ἀνεμώδεα δοῦπον Nonn.D.5.187.
3 ligero como el viento κούρα Theoc.Syr.6, ἀνεμώδεα γούνατα πάλλων Nonn.D.10.78, φωνή Nonn.D.42.487.
4 fig. vano de frutos, Hsch.s.u. ἀνεμώνη, cf. Hsch.s.u. κραπαταλίας.
German (Pape)
[Seite 223] ες, windig, Soph. frg. 496 Σκῦρος; Sp. D.; ἀκρωτήριον Plut. sol. an. 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de vent ; fig. vide, vain.
Étymologie: ἄνεμος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμώδης:
1 обвеваемый ветрами, наветренный (Σκῦρος Soph.; ἀκρωτήριον Plut.);
2 вызывающий ветры (κύματα Arst.);
3 перен. ветреный (ἔτη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώδης: -ες, ὡς καὶ νῦν, Σκῦρος Σοφ. Ἀποσπ. 496· χώρα Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, ἀνεμῶδες ἀκρωτήριον Πλούτ. 967Β, πρβλ. Νικ. Θ. 96· ἔτος ἀν. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8· κύματα ἀνεμώδη, προμηνύοντα ἄνεμον, ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 11· σημεῖον ἀν. Θεοφρ. π. Σημ. 1. 18. - ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξει κραπαταλίας ἔχει «ἀνεμώδης, καὶ ἀσθενής... ληρώδης».
Greek Monolingual
ἀνεμώδης, -ες (AM)
(για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι
αρχ.
1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος
2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους
3. εκείνος που προμηνύει άνεμο.