καταληκτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataliktikos | |Transliteration C=kataliktikos | ||
|Beta Code=katalhktiko/s | |Beta Code=katalhktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καταληκτική, καταληκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[leaving off]]; especially in Metric, of verses [[having the last foot incomplete]], Heph.4.2, Anon.Metr.''Oxy.'' 220ix 19, etc.; <b class="b3">τὸ κ.</b> Heph. [[l.c.]]; of feet, κ. [εἶδος παίωνος] Demetr. ''Eloc.''38.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[καταληκτικῶς]] = [[disinterestedly]], διδόναι τι M.Ant.9.42, cf. 7.13 (-ληπτ- codd.), Arr.''Epict.''2.23.46. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταληκτικός:''' стих. усеченный, неполный ([[στίχος]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταληκτικός]], -ή, -όν) [[καταλήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο λήγει [[κάτι]], αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο [[πόδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «καταληκτική ονομαστική» — [[χαρακτηρισμός]] ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -ς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληκτικῶς</i> (AM)<br />[[τελείως]], τελειωτικά.<br />-ή, -ό (Α [[καταληπτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[καταληψία]]<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> <b>φρ.</b> «καταληπτική [[ψυχολογία]]» — η [[ψυχολογία]] που δέχεται ότι η [[πορεία]] τών ψυχικών φαινομένων [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βουλητικής ενέργειας, σε [[αντιδιαστολή]] με τη συνειρμική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[διάνοια]]) αυτός που μπορεί να εννοήσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταληπτικόν</i><br />η [[δύναμη]] της αντίληψης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληπτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με άμεση [[αντίληψη]]<br /><b>2.</b> [[προφανώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταληπτός]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] «αυτός που αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]» η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, | |mltxt=-ή, -ό (Α [[καταληκτικός]], -ή, -όν) [[καταλήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο λήγει [[κάτι]], αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο [[πόδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «καταληκτική ονομαστική» — [[χαρακτηρισμός]] ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -ς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληκτικῶς</i> (AM)<br />[[τελείως]], τελειωτικά.<br />-ή, -ό (Α [[καταληπτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[καταληψία]]<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> <b>φρ.</b> «καταληπτική [[ψυχολογία]]» — η [[ψυχολογία]] που δέχεται ότι η [[πορεία]] τών ψυχικών φαινομένων [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βουλητικής ενέργειας, σε [[αντιδιαστολή]] με τη συνειρμική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[διάνοια]]) αυτός που μπορεί να εννοήσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταληπτικόν</i><br />η [[δύναμη]] της αντίληψης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληπτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με άμεση [[αντίληψη]]<br /><b>2.</b> [[προφανώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταληπτός]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] «αυτός που αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]» η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cataleptic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>catalept</i>- ([[πρβλ]]. [[καταληπτός]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ic</i> ([[πρβλ]]. -<i>ικός</i>) και μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
καταληκτική, καταληκτικόν,
A leaving off; especially in Metric, of verses having the last foot incomplete, Heph.4.2, Anon.Metr.Oxy. 220ix 19, etc.; τὸ κ. Heph. l.c.; of feet, κ. [εἶδος παίωνος] Demetr. Eloc.38.
II Adv. καταληκτικῶς = disinterestedly, διδόναι τι M.Ant.9.42, cf. 7.13 (-ληπτ- codd.), Arr.Epict.2.23.46.
German (Pape)
[Seite 1360] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42.
Russian (Dvoretsky)
καταληκτικός: стих. усеченный, неполный (στίχος).
Greek (Liddell-Scott)
καταληκτικός: -ή, -όν, ὁ καταλήγων, παύων, σταματῶν· ὁ κ. (ἐξυπακ. στίχος), ἐλέγετο ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ἐλλιπῆ· «καταληκτικὰ (δηλ. μέτρα) ὅσα μεμειωμένον ἔχει τὸν τελευταῖον πόδα» Ἡφαιστ. σ. 25, πρβλ. βραχυκατάληκτος, ὑπερκατάληκτος. ΙΙ. Ἐπίρρ. κῶς, κ. εὐφραίνειν (=τελείως, ὥστε νὰ μὴ χρειάζηταί τις ἄλλο τι) Μ. Ἀντων. 7, 13· κ. διδόναι 9, 42.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταληκτικός, -ή, -όν) καταλήγω
1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος
2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα
νεοελλ.
γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» — χαρακτηρισμός ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την κατάληξη -ς.
επίρρ...
καταληκτικῶς (AM)
τελείως, τελειωτικά.
-ή, -ό (Α καταληπτικός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβει
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο καταληψία
2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από καταληψία
3. (ψυχολ.) φρ. «καταληπτική ψυχολογία» — η ψυχολογία που δέχεται ότι η πορεία τών ψυχικών φαινομένων είναι αποτέλεσμα βουλητικής ενέργειας, σε αντιδιαστολή με τη συνειρμική
αρχ.
1. (για τη διάνοια) αυτός που μπορεί να εννοήσει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταληπτικόν
η δύναμη της αντίληψης.
επίρρ...
καταληπτικῶς (Α)
1. με άμεση αντίληψη
2. προφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταληπτός. Με τη νεοελλ. σημασία «αυτός που αναφέρεται στη νόσο καταληψία» η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cataleptic < catalept- (πρβλ. καταληπτός) + -ic (πρβλ. -ικός) και μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Νικόλαου Κοντόπουλου].