στρεύγω: Difference between revisions
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=streygo | |Transliteration C=streygo | ||
|Beta Code=streu/gw | |Beta Code=streu/gw | ||
|Definition=[[distress]], [[pain]], Hsch.; but in Ep. used in Pass., to [[be exhausted]] or [[worn out]], [[weary oneself]], δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι | |Definition=[[distress]], [[pain]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; but in Ep. used in Pass., to [[be exhausted]] or [[worn out]], [[weary oneself]], δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Il.15.512, cf. A.R.4.1058; δηθὰ σ. ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Od.12.351; <b class="b3">ἄσθματι σ.</b> Tim.''Pers.''93; σ. καμάτοισι A.R.4.384; νούσῳ Call.''Cer.'' 68: abs., to [[be distressed]], [[suffer distress]] or [[pain]], A.R.4.621, Nic.''Al.'' 291. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=στρεύγω, pass. uitgeput raken, wegkwijnen. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
distress, pain, Hsch.; but in Ep. used in Pass., to be exhausted or worn out, weary oneself, δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Il.15.512, cf. A.R.4.1058; δηθὰ σ. ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Od.12.351; ἄσθματι σ. Tim.Pers.93; σ. καμάτοισι A.R.4.384; νούσῳ Call.Cer. 68: abs., to be distressed, suffer distress or pain, A.R.4.621, Nic.Al. 291.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ»
2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη
3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι
α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι
β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ
ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ωστόσο έχει συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και Βαλτο-Σλαβικής με σημ. «χτυπώ, κακομεταχειρίζομαι»: αρχ. νορβ. strjūka, αγγλοσαξ. stroccian, ρωσ. strogatĭ και λεττον. strūgains. Σύμφωνα με τη σημ. τών προηγούμενων τ., η χρήση του στρεύγω, -ομαι «στενοχωρώ» και «στραγγίζομαι, εξαντλούμαι» θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταφορική].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρεύγω, pass. uitgeput raken, wegkwijnen.