ἄτολμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atolmos
|Transliteration C=atolmos
|Beta Code=a)/tolmos
|Beta Code=a)/tolmos
|Definition=ον, [[daring nothing]], [[cowardly]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.32</span>, <span class="bibl">Th.2.39</span> (Comp.), etc.; λῆμα . . οὐκ ἄ. ἀλλ' ἕτοιμον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span> 458</span>; ἄ. καὶ μαλακός <span class="bibl">D.8.68</span>, etc.; of women, ἄ. αἰχμά <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>630</span>(lyr.); of things, ἄ. ἐπινόημα <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.75d</span>: c. inf., <b class="b3">ἄ. εἰμι . . δῆσαι</b> I have [[not the heart]] to bind, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>14</span>. Adv. -μως <span class="bibl">Plb.3.103.3</span>, Plu.2.47c: Comp. -ότερον [[less boldly]], Gal.6.37.
|Definition=ἄτολμον, [[daring nothing]], [[cowardly]], Pi.''N.''11.32, Th.2.39 (Comp.), etc.; λῆμα.. οὐκ ἄ. ἀλλ' ἕτοιμον Ar.''Nu.'' 458; ἄτολμος καὶ μαλακός D.8.68, etc.; of women, ἄ. αἰχμά A.''Ch.''630(lyr.); of things, ἄ. ἐπινόημα Jul.''Or.''2.75d: c. inf., <b class="b3">ἄ. εἰμι.. δῆσαι</b> I have [[not the heart]] to bind, A.''Pr.''14. Adv. [[ἀτόλμως]] Plb.3.103.3, Plu.2.47c: Comp. -ότερον [[less boldly]], Gal.6.37.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτολμος Medium diacritics: ἄτολμος Low diacritics: άτολμος Capitals: ΑΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: átolmos Transliteration B: atolmos Transliteration C: atolmos Beta Code: a)/tolmos

English (LSJ)

ἄτολμον, daring nothing, cowardly, Pi.N.11.32, Th.2.39 (Comp.), etc.; λῆμα.. οὐκ ἄ. ἀλλ' ἕτοιμον Ar.Nu. 458; ἄτολμος καὶ μαλακός D.8.68, etc.; of women, ἄ. αἰχμά A.Ch.630(lyr.); of things, ἄ. ἐπινόημα Jul.Or.2.75d: c. inf., ἄ. εἰμι.. δῆσαι I have not the heart to bind, A.Pr.14. Adv. ἀτόλμως Plb.3.103.3, Plu.2.47c: Comp. -ότερον less boldly, Gal.6.37.

Spanish (DGE)

-ον
1 falto de audacia, tímido χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄ. ἐών Pi.N.11.32, γυναικείαν <τ'> ἄτολμον αἰχμάν A.Ch.630, μὴ ἀτολμοτέρους τῶν ἀεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι Th.2.39, λῆμα ... οὐκ ἄτολμον, ἀλλ' ἕτοιμον Ar.Nu.458, cf. D.8.68, Plu.2.59f, D.Chr.4.106, 107, τὴν ψυχὴν ἄτολμος ... ἦν D.C.67.6.3, cf. Ach.Tat.2.4.4, ἄτολμον ἐπινόημα Iul.Or.3.75d
c. inf. ἄ. εἰμι συγγενῆ θεὸν δῆσαι βίᾳ me falta corazón para encadenar por la fuerza a un dios hermano A.Pr.14, Εὐριπίδης ... ἄλλαις ἐπιτίθεσθαι φαντασίαις οὐκ ἄ. Longin.15.3
neutr. compar. como adv. con menos audacia Ἐρασιστράτου δὲ ἀτολμότερον μὲν ἀποφηναμένου Gal.6.37.
2 adv. -ως sin audacia, tímidamente πρὸς πάντ' ... ἀ. καὶ δειλῶς διακείμενοι Aen.Tact.16.20, τὸν Φάβιον ᾐτιῶντο ... ὡς ἀτόλμως χρώμενον τοῖς καιροῖς Plb.3.103.3, cf. Plu.2.47b.

German (Pape)

[Seite 387] (τόλμα), nichts unternehmend, Gegensatz ἐπιχειρητής Thuc. 8, 96; muthlos, feig, αἰχμὰ γυναικεία Aesch. Ch. 621; Thuc. 2, 39, u. öfter auch Folgde; καὶ μαλακός Dem. 8, 68; καὶ δειλός 19, 206. – Adv. ἀτόλμως, χρῆσθαι τοῖς καιροῖς Pol. 3, 103; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans audace, sans hardiesse, timide ; ἄτολμός εἰμι avec l'inf. ESCHL je n'ose…;
Cp. ἀτολμότερος, Sp. ἀτολμότατος.
Étymologie: , τόλμα.

English (Slater)

ᾰτολμος unadventurous θυμὸς ἄτολμος ἐών (N. 11.32)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτολμος, -ον) τόλμη
αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός.

Greek Monotonic

ἄτολμος: -ον (τόλμα), αυτός που δεν τολμά τίποτα, ο στερούμενος τόλμης, άτολμος, δειλός, σε Αριστοφ., Θουκ.· λέγεται για γυναίκες, αυτή που δεν τολμά, επιφυλακτική, υποχωρητική, σε Αισχύλ.· με απαρ., δεν έχει την τόλμη να κάνει ένα πράγμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτολμος: несмелый, робкий, нерешительный (Pind., Thuc.; ἄ. καὶ μαλακός Dem.): ἄ. εἰμι Aesch. я не смею; ἄ. πρός τι Plut. не отваживающийся на что-л.

Middle Liddell

τόλμα
daring nothing, wanting courage, spiritless, cowardly, Ar., Thuc.:—of women, unenterprising, retiring, Aesch.:—c. inf. not having the heart to do a thing, Aesch.

English (Woodhouse)

cowardly, lacking in initiative

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)