τρωκτός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=troktos
|Transliteration C=troktos
|Beta Code=trwkto/s
|Beta Code=trwkto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be gnawed]] or <b class="b2">eaten raw; eatable</b>, <span class="bibl">Hdt.2.92</span>; <b class="b3">κῆποι τ</b>. [[kitchen]] gardens, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.56</span>; τ. λάχανα <span class="bibl">Artem.1.67</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">τρωκτά, τά,</b> = [[τρωγάλια]], [[fruits eaten at dessert]], ὅσα ἐστὶ τ. <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.3.12</span>; <b class="b3">τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος</b> [[sweatmeats]] of sesame and honey, <span class="bibl">Hdt.3.48</span>.</span>
|Definition=τρωκτή, τρωκτόν,<br><span class="bld">A</span> to [[be gnawed]] or eaten raw; eatable, Hdt.2.92; <b class="b3">κῆποι τ.</b> [[kitchen]] gardens, Philostr.''VA''3.56; τ. λάχανα Artem.1.67.<br><span class="bld">II</span> [[τρωκτά]], τά, = [[τρωγάλια]], [[fruits eaten at dessert]], ὅσα ἐστὶ τ. X.''An.''5.3.12; <b class="b3">τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος</b> [[sweatmeats]] of sesame and honey, Hdt.3.48.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωκτός Medium diacritics: τρωκτός Low diacritics: τρωκτός Capitals: ΤΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: trōktós Transliteration B: trōktos Transliteration C: troktos Beta Code: trwkto/s

English (LSJ)

τρωκτή, τρωκτόν,
A to be gnawed or eaten raw; eatable, Hdt.2.92; κῆποι τ. kitchen gardens, Philostr.VA3.56; τ. λάχανα Artem.1.67.
II τρωκτά, τά, = τρωγάλια, fruits eaten at dessert, ὅσα ἐστὶ τ. X.An.5.3.12; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος sweatmeats of sesame and honey, Hdt.3.48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on peut croquer ou manger ; τὰ τρωκτά friandises de dessert ; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος HDT des gâteaux de sésame et de miel.
Étymologie: adj. verb. de τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρωκτός -ή -όν [τρώγω] rauw eetbaar; subst. τὰ τρωκτά knabbelgoed.

German (Pape)

adj. verb. von τρώγω, benagt, zernagt, bes. roh gegessen, roh zu essen, zu knuppern, Her. 2.92; dah. τὰ τρωκτά, der Nachtisch, bes. Früchte, Nüsse, Knackmandeln, τρωκτὰ ὡραῖα, Xen. An. 5.3.12.

Russian (Dvoretsky)

τρωκτός: [adj. verb. к τρώγω съедобный Her.

Greek (Liddell-Scott)

τρωκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρώγω, ὁ τρωγόμενος, ἐδώδιμος, ἰδίως ὁ καρπὸς ὁ τρωγόμενος ὠμός, ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίγνεται συχνὰ Ἡρόδ. 2. 92· τρ. κῆπος, ὁ περιέχων καρποφόρα δένδρα ἢ ἄλλα φυτά, Φιλόστρατ. 138. ΙΙ. τρωκτά, τά, = τρωγάλια, καρποὶ τρωγόμενοι ὡς ἐπιδορπίσματα, ὅσα ἐστὶ τρ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 12· τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος, γλυκύσματα ἐκ.., Ἡρόδ. 3. 48.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τρώγω
1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός
2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά
τα τρωγάλια.

Greek Monotonic

τρωκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τρώγω,
I. αυτός που τρώγεται ωμός· φαγώσιμος, σε Ηρόδ.
II. τρωκτά, τά = τρωγάλια, στον ίδ.

Middle Liddell

τρωκτός, ή, όν verb. adj. of τρώγω
I. to be eaten raw: eatable, Hdt.
II. τρωκτά, τά, = τρωγάλια, Hdt.