συμβολεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symvoleys
|Transliteration C=symvoleys
|Beta Code=sumboleu/s
|Beta Code=sumboleu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[twister]], [[σχοίνων]] Greg. Cor. <span class="bibl">p.551</span> S. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[forked pole]] with which fishermen stretch their nets, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. φίλων</b> [[one who sets]] friends [[at enmity]], <span class="bibl">Phryn. <span class="title">PS</span>p.107</span> B. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">γλώττης σ</b>. [[interpreter]], <span class="bibl">Poll.5.154</span>.</span>
|Definition=-έως, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[twister]], [[σχοίνων]] Greg. Cor. p.551 S.<br><span class="bld">2</span> [[forked pole]] with which fishermen stretch their nets, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[συμβολεὺς φίλων]] = [[one who sets friends at enmity]], Phryn. ''PS''p.107 B.<br><span class="bld">III</span> [[γλώττης συμβολεύς]] = [[interpreter]], Poll.5.154.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολεύς Medium diacritics: συμβολεύς Low diacritics: συμβολεύς Capitals: ΣΥΜΒΟΛΕΥΣ
Transliteration A: symboleús Transliteration B: symboleus Transliteration C: symvoleys Beta Code: sumboleu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A twister, σχοίνων Greg. Cor. p.551 S.
2 forked pole with which fishermen stretch their nets, Hsch.
II συμβολεὺς φίλων = one who sets friends at enmity, Phryn. PSp.107 B.
III γλώττης συμβολεύς = interpreter, Poll.5.154.

German (Pape)

[Seite 979] ὁ, σχοινίων, Einer der Stricke flicht, od. dreht; auch das hölzerne, gabelförmige Werkzeug, mit welchem die Fischer ihre Netze stricken, Hesych. – Übertr., σ. φίλων, der die Freunde unter einander verhetzt, Phryn. in B. A. 62.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῖς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)
αρχ.
1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες
2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» — αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.)
β) «γλώττης συμβολεύς» — διερμηνέας (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολή + επίθημα -εύς (πρβλ. προβολεύς)].

Greek (Liddell-Scott)

συμβολεὺς: σχοινίων, ὁ, «σχοινίων δὲ συμβολεῖς οἱ ψιαθοπλόκοι» Γρηγ. Κορίνθ. 551. 2) «ἁλιευτικὸν σκεῦος, περὶ ὃ τὰ λίνα πλέκουσιν» Ἡσύχ. ΙΙ. σ. φίλων, ὁ ἐγείρων φίλους εἰς ἔχθραν, Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 62, 1, ἔνθα «συμβολεὺς τῶν φίλων: κατὰ τῶν τοὺς φίλους εἰς ἔχθραν συμβαλλομένων». ΙΙΙ. γλώττης συμβολεύς, ἑρμηνευτής, διερμηνεύς, Πολυδ. Ε΄, 154.