καθαρτής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathartis
|Transliteration C=kathartis
|Beta Code=kaqarth/s
|Beta Code=kaqarth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cleanser]], [[purifier]], <b class="b3">μάγοι καὶ κ</b>. Hp.<span class="title">Morb. Sacr.</span>1, cf. <span class="bibl">D.Chr.4.89</span>(pl.); <b class="b3">σοῦ γὰρ ἔρχομαι… κ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>70</span>; <b class="b3">στρατοῦ κ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>34</span>; τῆς χώρας <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1043</span>; ποταμῶν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>26</span>; [[θηρίων]], of Heracles, <span class="bibl">Max.Tyr.21.6</span>: metaph., δοξῶν… περὶ ψυχὴν κ. εἶναι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span> 231e</span>; as occupational name, <span class="title">IG</span>5(1).209.25 (i B.C.).</span>
|Definition=καθαρτοῦ, ὁ, [[cleanser]], [[purifier]], <b class="b3">μάγοι καὶ κ.</b> Hp.''Morb. Sacr.''1, cf. D.Chr.4.89(pl.); <b class="b3">σοῦ γὰρ ἔρχομαι… κ.</b> S.''El.''70; <b class="b3">στρατοῦ κ.</b> Id.''Fr.''34; τῆς χώρας Ar.''V.''1043; ποταμῶν Plu.''Luc.''26; [[θηρίων]], of Heracles, Max.Tyr.21.6: metaph., δοξῶν… περὶ ψυχὴν κ. εἶναι Pl.''Sph.'' 231e; as occupational name, ''IG''5(1).209.25 (i B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]] δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]] δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰθαρτής''': -οῦ, ὁ, ([[καθαίρω]]) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]]…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[καθαρτήρ]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[καθαρτήρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=καθαρτής -οῦ, ὁ [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαρτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[очиститель]], [[производящий очистку]] (ποταμῶν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[освободитель]], [[избавитель]] ([[δοξῶν]] ἐμποδίων μαθήμασι Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[очиститель]] (от грехов), искупитель (τῆς χώρας Arph.): σοῦ [[ἔρχομαι]] κ. Soph. прихожу, чтобы очистить тебя от проклятия.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καθαρτής]], θηλ. [[καθάρτρια]]) [[καθαίρω]]<br />αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από [[ενοχή]] ή από [[μίασμα]] («σοῡ γὰρ [[ἔρχομαι]] [[δίκη]] καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.
|mltxt=ο (Α [[καθαρτής]], θηλ. [[καθάρτρια]]) [[καθαίρω]]<br />αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από [[ενοχή]] ή από [[μίασμα]] («σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]] [[δίκη]] καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰθαρτής:''' -ου, ὁ ([[καθαίρω]]), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το [[μίασμα]], εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''κᾰθαρτής:''' -ου, ὁ ([[καθαίρω]]), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το [[μίασμα]], εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθαρτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> очиститель, производящий очистку (ποταμῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> освободитель, избавитель ([[δοξῶν]] ἐμποδίων μαθήμασι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> очиститель (от грехов), искупитель (τῆς χώρας Arph.): σοῦ [[ἔρχομαι]] κ. Soph. прихожу, чтобы очистить тебя от проклятия.
|lstext='''κᾰθαρτής''': -οῦ, ὁ, ([[καθαίρω]]) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ [[ἔρχομαι]]…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαρτής -οῦ, [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰθαρτής, οῦ, [[καθαίρω]]<br />a [[cleanser]] from [[guilt]] or [[defilement]], [[purifier]], Soph., Ar., etc.
|mdlsjtxt=κᾰθαρτής, οῦ, [[καθαίρω]]<br />a [[cleanser]] from [[guilt]] or [[defilement]], [[purifier]], Soph., Ar., etc.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτής Medium diacritics: καθαρτής Low diacritics: καθαρτής Capitals: ΚΑΘΑΡΤΗΣ
Transliteration A: kathartḗs Transliteration B: kathartēs Transliteration C: kathartis Beta Code: kaqarth/s

English (LSJ)

καθαρτοῦ, ὁ, cleanser, purifier, μάγοι καὶ κ. Hp.Morb. Sacr.1, cf. D.Chr.4.89(pl.); σοῦ γὰρ ἔρχομαι… κ. S.El.70; στρατοῦ κ. Id.Fr.34; τῆς χώρας Ar.V.1043; ποταμῶν Plu.Luc.26; θηρίων, of Heracles, Max.Tyr.21.6: metaph., δοξῶν… περὶ ψυχὴν κ. εἶναι Pl.Sph. 231e; as occupational name, IG5(1).209.25 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1282] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. καθαρτήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρτής -οῦ, ὁ [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαρτής: οῦ ὁ
1 очиститель, производящий очистку (ποταμῶν Plut.);
2 освободитель, избавитель (δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι Plat.);
3 очиститель (от грехов), искупитель (τῆς χώρας Arph.): σοῦ ἔρχομαι κ. Soph. прихожу, чтобы очистить тебя от проклятия.

Greek Monolingual

ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) καθαίρω
αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.

Greek Monotonic

κᾰθαρτής: -ου, ὁ (καθαίρω), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το μίασμα, εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτής: -οῦ, ὁ, (καθαίρω) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ ἔρχομαι…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. εἶναι Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.

Middle Liddell

κᾰθαρτής, οῦ, καθαίρω
a cleanser from guilt or defilement, purifier, Soph., Ar., etc.