πολυτάλαντος: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polytalantos | |Transliteration C=polytalantos | ||
|Beta Code=poluta/lantos | |Beta Code=poluta/lantos | ||
|Definition=[τᾰ], ον, < | |Definition=[τᾰ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[worth many talents]], [[γάμος]], [[μισθός]], Luc.''DMeretr.''7.4, Pro Merc.Cond.12; of a book, πραγματεία π. Ath. 9.398e.<br><span class="bld">2</span> [[possessing many talents]], οἶκος Luc.''Tox.''14, cf. Poll.9.54.<br><span class="bld">3</span> [[weighing many talents]], λίθος Alciphr.3.10; τράπεζα τὴν ὁλκήν π. J.''BJ''7.5.5, cf. Luc.''JTr.''7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
[τᾰ], ον,
A worth many talents, γάμος, μισθός, Luc.DMeretr.7.4, Pro Merc.Cond.12; of a book, πραγματεία π. Ath. 9.398e.
2 possessing many talents, οἶκος Luc.Tox.14, cf. Poll.9.54.
3 weighing many talents, λίθος Alciphr.3.10; τράπεζα τὴν ὁλκήν π. J.BJ7.5.5, cf. Luc.JTr.7.
German (Pape)
[Seite 674] viele Talente schwer, werth; Sp., wie γάμος, μισθός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίθος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pèse ou vaut beaucoup de talents;
2 qui possède beaucoup de talents, opulent.
Étymologie: πολύς, τάλαντον.
Russian (Dvoretsky)
πολυτάλαντος:
1 состоящий из многих талантов, т. е. большой, высокий (μισθός Luc.);
2 весьма доходный (ἐπιτροπαὶ καὶ διοικήσεις τῶν ἐπαρχιῶν Plut.);
3 весящий или стоящий много талантов (βρῖθος Luc.);
4 очень богатый (οἶκοι, γάμος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτάλαντος: -ον, ἔχων ἀξίαν πολλῶν ταλάντων, γάμος, μισθὸς Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 4, Ἀπολογία (ὑπὲρ τῶν Ἐπὶ Μισθ. Συν.) 12· ἐπὶ βιβλίου, Ἀθήν. 398Ε. 2) ὁ ἔχων πολλὰ τάλαντα, πλούσιος, οἶκος Λουκ. Τόξ. 14, πρβλ. Πολυσ. Θ΄, 54.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυτάλαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος
νεοελλ.
αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα
αρχ.
1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων
2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος («πολυτάλαντος λίθος», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τάλαντον (πρβλ. δεκατάλαντος].
Greek Monotonic
πολῠτάλαντος: -ον (τάλαντον),
1. αυτός που αξίζει πολλά τάλαντα, σε Λουκ.
2. αυτός που έχει στην κατοχή του πολλά τάλαντα, στον ίδ.
Middle Liddell
πολῠτάλαντος, ον, τάλαντον
1. worth many talents, Luc.
2. possessing many talents, Luc.