ἀνιστορέω: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anistoreo
|Transliteration C=anistoreo
|Beta Code=a)nistore/w
|Beta Code=a)nistore/w
|Definition=[[make inquiry into]], [[ask about]], ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>578</span>: c. acc. pers. et rei, [[ask]] a person [[about]] a thing, <b class="b3">πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ</b>) ἀνιστορεῖς ἐμέ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>963</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span> 991</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>253</span>; σε . . ἀνιστορῶ <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>110</span>; ἀ. τινὰ περί τινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Hipp.</span> 92</span>; [[investigate]], τι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.5.5</span>.
|Definition=[[make inquiry into]], [[ask about]], ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς S.''OT''578: c. acc. pers. et rei, [[ask]] a person [[about]] a thing, <b class="b3">πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ</b>) ἀνιστορεῖς ἐμέ A.''Pr.''963, cf. S.''OC'' 991, ''Ph.''253; σε.. ἀνιστορῶ E.''Supp.''110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.''Hipp.'' 92; [[investigate]], τι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.5.5.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιστορέω Medium diacritics: ἀνιστορέω Low diacritics: ανιστορέω Capitals: ΑΝΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: anistoréō Transliteration B: anistoreō Transliteration C: anistoreo Beta Code: a)nistore/w

English (LSJ)

make inquiry into, ask about, ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς S.OT578: c. acc. pers. et rei, ask a person about a thing, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ) ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253; σε.. ἀνιστορῶ E.Supp.110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.Hipp. 92; investigate, τι Thphr. CP 1.5.5.

Spanish (DGE)

1 preguntar c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) ἄρνησις οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.IT 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253
c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.Supp.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.Hipp.92, cf. Io 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.Rh.297.
2 investigar τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.CP 1.5.5.
3 referir, relatar τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.HE 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.PE 10.13.13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
interroger : τινα qqn ; περί τινος sur qch.
Étymologie: ἀνά, ἱστορέω.

German (Pape)

aus-, befragen, τινά, Aesch. Prom. 965; Soph. O.C. 995; öfter τινὰ περί τινος, Eur. Hipp. 92.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιστορέω: (рас)спрашивать (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιστορέω: ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, ἐξετάζω τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.

Greek Monotonic

ἀνιστορέω: μέλ. -ήσω, ερωτώ να μάθω, ερευνώ για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ρωτώ κάποιον σχετικά με κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ περί τινος, σε Ευρ.

Middle Liddell


to make inquiry into, ask about, Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a person about a thing, Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ περί τινος Eur.