ἐπιδεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epidektikos
|Transliteration C=epidektikos
|Beta Code=e)pidektiko/s
|Beta Code=e)pidektiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of containing</b> πόλεων <span class="bibl">Str.3.4.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b2">capable of</b>, c.gen., <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.64</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.81 W.; <b class="b2">admitting</b>, ἄρθρου <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>63.19</span>; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν <span class="bibl">Theon <span class="title">Prog.</span>10</span>; <b class="b2">receptive</b>, <b class="b3">ἐ. αἴτιον</b>, opp. <b class="b3">ποιητικόν</b>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Febr.</span>25</span>.</span>
|Definition=ἐπιδεκτική, ἐπιδεκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of containing]] πόλεων Str.3.4.13.<br><span class="bld">2</span>. [[capable of]], c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.''Ir.''p.81 W.; [[admitting]], ἄρθρου A.D.''Pron.''63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon ''Prog.''10; [[receptive]], <b class="b3">ἐ. αἴτιον</b>, opp. [[ποιητικόν]], Alex.Aphr.''Febr.''25.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]].
|btext=ή, όν :<br />[[capable de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδεκτικός]], -ή, -όν) [[επιδέχομαι]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κάτι]], που μπορεί να δεχθεί [[κάτι]] («[[επιδεκτικός]] μαθήσεως», «[[επιδεκτικός]] θεραπείας, διορθώσεως» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[κάτι]] («[[οὔτε]] γὰρ ἡ τῆς χώρας [[φύσις]] [[πόλεων]] ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] με τον οποίο ασκείται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («[[γύμνασμα]] ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδεκτικός:''' досл. вмещающий, перен. (к чему-л.) восприимчивый или способный (κάλλους Plut.): τὸ ἐπιδεκτικὸν τοῦ [[γενέσθαι]] Plut. то, что может произойти, возможное.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδεκτικός Medium diacritics: ἐπιδεκτικός Low diacritics: επιδεκτικός Capitals: ΕΠΙΔΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epidektikós Transliteration B: epidektikos Transliteration C: epidektikos Beta Code: e)pidektiko/s

English (LSJ)

ἐπιδεκτική, ἐπιδεκτικόν,
A capable of containing πόλεων Str.3.4.13.
2. capable of, c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.Ir.p.81 W.; admitting, ἄρθρου A.D.Pron.63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon Prog.10; receptive, ἐ. αἴτιον, opp. ποιητικόν, Alex.Aphr.Febr.25.

German (Pape)

[Seite 935] ή, όν, aufnehmend, τινός, Sp.; οὔτε ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστιν Strab. III, 163.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de.
Étymologie: ἐπιδέχομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιδεκτικός, -ή, -όν) επιδέχομαι
αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτιεπιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.)
αρχ.
1. κατάλληλος να έχει κάτιοὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)
2. εκείνος με τον οποίο ασκείται κάποιος σε κάτιγύμνασμα ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεκτικός: досл. вмещающий, перен. (к чему-л.) восприимчивый или способный (κάλλους Plut.): τὸ ἐπιδεκτικὸν τοῦ γενέσθαι Plut. то, что может произойти, возможное.