ἐξεργαστικός: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksergastikos | |Transliteration C=eksergastikos | ||
|Beta Code=e)cergastiko/s | |Beta Code=e)cergastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξεργαστική, ἐξεργαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to accomplish]], τινός [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου [[diligent inquiry]], A.D.''Synt.''312.9.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ἐξεργαστικῶς]] = [[elaborately]], [[in detail]], Phld.''Rh.''1.156S., ''Piet.''19: Comp. ἐξεργαστικώτερον Corn. ''ND''35, A.D.''Synt.''282.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξεργαστική, ἐξεργαστικόν,
A able to accomplish, τινός X.Mem.4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου diligent inquiry, A.D.Synt.312.9.
II Adv. ἐξεργαστικῶς = elaborately, in detail, Phld.Rh.1.156S., Piet.19: Comp. ἐξεργαστικώτερον Corn. ND35, A.D.Synt.282.10.
German (Pape)
[Seite 877] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à exécuter;
Sp. ἐξεργαστικώτατος.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεργαστικός: способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεργαστικός: ή, ον, ἱκανὸς ὅπως κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιτετμημένως.
Greek Monolingual
ἐξεργαστικός, -ή, -όν (Α) εξεργασία
1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν
η εκζήτηση.
Greek Monotonic
ἐξεργαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, τινος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐξεργαστικός, ή, όν [from ἐξεργάζομαι adj
able to accomplish, τινος Xen.