ἠνεκής: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=inekis
|Transliteration C=inekis
|Beta Code=h)nekh/s
|Beta Code=h)nekh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing onwards</b>, i.e. <b class="b2">far-stretching</b>, ἠνεκέεσσι τρίβοις <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>592</span>. Adv. <b class="b3">-κέως</b> <b class="b2">continuously, without break</b>, τὸ πάντων νόμιμον . . ἠ. τέταται <span class="bibl">Emp.135.2</span>: neut. <b class="b3">ἠνεκές</b> as Adv., <span class="bibl">Arat.445</span>, <span class="bibl">Call. <span class="title">Aet.</span>1.2.8</span>; of Time, ἠνεκὲς αἰέν <span class="bibl">Emp.17.35</span>, cf. <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>517</span>, etc. (Found in early Ep. only in compds., such as <b class="b3">διηνεκής</b>.)</span>
|Definition=ἠνεκές, [[bearing onwards]], i.e. [[far-stretching]], ἠνεκέεσσι τρίβοις Nic.''Al.''592. Adv. [[ἠνεκέως]] = [[continuously]], [[without break]], τὸ πάντων νόμιμον.. ἠ. τέταται Emp.135.2: neut. [[ἠνεκές]] as adverb, Arat.445, Call. ''Aet.''1.2.8; of [[time]], ἠνεκὲς αἰέν Emp.17.35, cf. Nic.''Al.''517, etc. (Found in early Ep. only in compds., such as [[διηνεκής]].)
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] ές (ενεκω, ἐνεγκεῖν), weithin-, ausgedehnt, τρίβοι, Nic. Al. 605; – ἠνεκές, adv., lange, ib. 517 u. a. Sp.; – ἠνεκέως, Empedocl. bei Arist. rhet. 1, 13, ἠν. τέταται, lang hin u. ununterbrochen.
}}
{{ls
|lstext='''ἠνεκής''': -ές, φέρων, ὁδηγῶν ἐμπρός, δηλ. ἐπὶ μακρὸν ἐκτεινόμενος, ἠνεκέεσι τρίβοις Νικ. Ἀλ. 605. -Ἐπίρρ. -κέως, ὡς τὸ διηνεκῶς, [[ζανεκέως]], συνεχῶς, ἀδιακόπως, [[αὐτόθι]] 517, Ἐμπεδ. 439· [[οὕτως]], ἠνεκὲς Ἄρατ. 445· καὶ ἐπὶ χρόνου, Καλλ. Ἀποσπ. 138, Νικ. Ἀλ. 517, κτλ. Ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς παλαιοῖς συγγραφεῦσι μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις [[διηνεκής]], [[κεντρηνεκής]], ἃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠνεκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει, που οδηγεί [[μπροστά]], που εκτείνεται [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[εκτεταμένος]], [[πλατύς]], [[μακρύς]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἠνεκές</i><br />[[χωρίς]] [[διακοπή]], [[συνεχώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠνεκέως</i> (Α)<br />αδιάκοπα, [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διηνεκής]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[διηνεκής]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἠνεκής''': {ēnekḗs}<br />'''See also''': s. [[διηνεκής]].<br />'''Page''' 1,637
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠνεκής Medium diacritics: ἠνεκής Low diacritics: ηνεκής Capitals: ΗΝΕΚΗΣ
Transliteration A: ēnekḗs Transliteration B: ēnekēs Transliteration C: inekis Beta Code: h)nekh/s

English (LSJ)

ἠνεκές, bearing onwards, i.e. far-stretching, ἠνεκέεσσι τρίβοις Nic.Al.592. Adv. ἠνεκέως = continuously, without break, τὸ πάντων νόμιμον.. ἠ. τέταται Emp.135.2: neut. ἠνεκές as adverb, Arat.445, Call. Aet.1.2.8; of time, ἠνεκὲς αἰέν Emp.17.35, cf. Nic.Al.517, etc. (Found in early Ep. only in compds., such as διηνεκής.)

German (Pape)

[Seite 1171] ές (ενεκω, ἐνεγκεῖν), weithin-, ausgedehnt, τρίβοι, Nic. Al. 605; – ἠνεκές, adv., lange, ib. 517 u. a. Sp.; – ἠνεκέως, Empedocl. bei Arist. rhet. 1, 13, ἠν. τέταται, lang hin u. ununterbrochen.

Greek (Liddell-Scott)

ἠνεκής: -ές, φέρων, ὁδηγῶν ἐμπρός, δηλ. ἐπὶ μακρὸν ἐκτεινόμενος, ἠνεκέεσι τρίβοις Νικ. Ἀλ. 605. -Ἐπίρρ. -κέως, ὡς τὸ διηνεκῶς, ζανεκέως, συνεχῶς, ἀδιακόπως, αὐτόθι 517, Ἐμπεδ. 439· οὕτως, ἠνεκὲς Ἄρατ. 445· καὶ ἐπὶ χρόνου, Καλλ. Ἀποσπ. 138, Νικ. Ἀλ. 517, κτλ. Ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς παλαιοῖς συγγραφεῦσι μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις διηνεκής, κεντρηνεκής, ἃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἠνεκής, -ές (Α)
1. αυτός που φέρει, που οδηγεί μπροστά, που εκτείνεται μακριά
2. εκτεταμένος, πλατύς, μακρύς
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠνεκές
χωρίς διακοπή, συνεχώς.
επίρρ...
ἠνεκέως (Α)
αδιάκοπα, συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διηνεκής.

Frisk Etymological English

See also: s. διηνεκής.

Frisk Etymology German

ἠνεκής: {ēnekḗs}
See also: s. διηνεκής.
Page 1,637