στοματικός: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stomatikos
|Transliteration C=stomatikos
|Beta Code=stomatiko/s
|Beta Code=stomatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[good for the mouth]], (sc. [[φάρμακον]]) Dsc.3.5, cf. Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.36.2</span>, Gal.10.357, 12.14; <b class="b3">σ. πτερά</b> for inducing emesis or applying remedies, Herod.Med.in <span class="title">Rh.Mus.</span>58.87; <b class="b3">τὰ σ</b>. (sc. [[πάθη]]) [[affections of the mouth]], Dsc.1.87; αἱ σ. (sc. [[φλεγμοναί]]) Id.4.37.</span>
|Definition=στοματική, στοματικόν, [[good for the mouth]], (''[[sc.]]'' [[φάρμακον]]) Dsc.3.5, cf. Antyll. ap. Orib.10.36.2, Gal.10.357, 12.14; <b class="b3">σ. πτερά</b> for inducing emesis or applying remedies, Herod.Med.in ''Rh.Mus.''58.87; <b class="b3">τὰ σ.</b> (''[[sc.]]'' [[πάθη]]) [[affections of the mouth]], Dsc.1.87; αἱ σ. (''[[sc.]]'' [[φλεγμοναί]]) Id.4.37.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰτικός Medium diacritics: στοματικός Low diacritics: στοματικός Capitals: ΣΤΟΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stomatikós Transliteration B: stomatikos Transliteration C: stomatikos Beta Code: stomatiko/s

English (LSJ)

στοματική, στοματικόν, good for the mouth, (sc. φάρμακον) Dsc.3.5, cf. Antyll. ap. Orib.10.36.2, Gal.10.357, 12.14; σ. πτερά for inducing emesis or applying remedies, Herod.Med.in Rh.Mus.58.87; τὰ σ. (sc. πάθη) affections of the mouth, Dsc.1.87; αἱ σ. (sc. φλεγμοναί) Id.4.37.

German (Pape)

[Seite 948] zum Munde gehörig, am Munde krank, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰτικός: -ή, -όν, (στόμα) καλὸς διὰ τὸ στόμα, τοῦ στόματος, φάρμακον Διοσκ. 3. 7, πρβλ. Ἄντυλλ. ἐν Ἀρχ. Ἰατρ. 336.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στοματικός, -ή, -όν ΝΜΑ στόμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα»)
νεοελλ.
φρ. α) «στοματικό κύτταρο»
βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων και τών νεαρών βλαστών, αλλ. καταφρακτικό κύτταρο
β) «στοματικό στάδιο»
(ψυχολ.) (στην ψυχαναλυτική θεωρία) η φάση της αναπτύξεως του ανθρώπου κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής, όταν το στόμα του παιδιού είναι το κύριο όργανό του για συναισθηματικά φορτισμένες επαφές και όταν η μητέρα και ο μαστός της αποτελούν το σπουδαιότερο εξωτερικό αντικείμενο για το παιδί
γ) «στοματικός δείκτης»
βοτ. η σχέση μεταξύ αριθμού στομάτων και αριθμού επιδερμικών κυττάρων ανά μονάδα επιφάνειας φύλλων
δ) «στοματικός έρωτας» — σεξουαλική επαφή με το στόμα, γλείψιμο τών γεννητικών οργάνων
αρχ.
1. (για φάρμακα) κατάλληλος να ληφθεί από το στόμα
2. το θηλ. ως ουσ. αἱ στοματικαί
οι φλεγμονές της στοματικής κοιλότητας
3. το ουδ. ως ουσ. τὰ στοματικά
νοσήματα της στοματικής κοιλότητας
4. φρ. «στοματικὰ πτερά» — φτερά που τα χρησιμοποιούσαν για να προκαλέσουν εμετό (Ηρόδ.).