ἐναπόληψις: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enapolipsis | |Transliteration C=enapolipsis | ||
|Beta Code=e)napo/lhyis | |Beta Code=e)napo/lhyis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[intercepting]], [[catching]], [[retention]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''370a1, ''Spir.''482b31, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.9.3, Dsc.''Eup.'' 1.62.<br><span class="bld">2</span> [[being caught up]], [[involved in]], τὰς ἐ. τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.''Ep.'' 1p.28U. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -λημψις Dsc.2.151.2 (cj.), <i>Eup</i>.1.62, Diog.Oen.98.10<br /><b class="num">1</b> cien. [[interceptación]], [[captura]], [[retención]] de elementos o sustancias, Arist.<i>Mete</i>.370<sup>a</sup>1, <i>Spir</i>.482<sup>b</sup>31, διὰ τὴν ἐναπόληψιν ὑγρότητός τέ τινος καὶ πνεύματος Thphr.<i>CP</i> 2.9.3, cf. <i>Ign</i>.68, αἱ ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.<i>Ep</i>.[2] 77, de los cuerpos celestes, Plu.2.317a, πυρός Gal.17(2).187.<br /><b class="num">2</b> [[retención]], [[acumulación]] σεισμὸς γίνεται κατὰ πνευμάτων ἐναπόλημψιν ἐν τῇ γῇ Diog.Oen.l.c., cf. Plu.2.134c<br /><b class="num">•</b>medic. πρὸς δὲ τὰς τῶν ὑδάτων ἐναπολήμψεις para las retenciones de líquidos</i> patológicas, Dsc.<i>Eup</i>.l.c., cf. 2.151.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐναπόληψις:''' εως ἡ [[захватывание]], [[перехватывание]], [[задержка]] (''[[sc.]]'' τοῦ ἐκπνευματουμένου Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναπόληψις''': -εως, ἡ, [[περίκλεισις]], [[κράτησις]] [[ἐντός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15, π. Πνεύμ. 4, 5, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3. | |lstext='''ἐναπόληψις''': -εως, ἡ, [[περίκλεισις]], [[κράτησις]] [[ἐντός]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15, π. Πνεύμ. 4, 5, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναπόληψις]], η (AM)<br />η [[περίληψη]], το [[κλείσιμο]], το [[κράτημα]] κάποιου [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μπλέξιμο]] σε [[δίνη]], το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ | |mltxt=[[ἐναπόληψις]], η (AM)<br />η [[περίληψη]], το [[κλείσιμο]], το [[κράτημα]] κάποιου [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μπλέξιμο]] σε [[δίνη]], το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει», Επίκτ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A intercepting, catching, retention, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, Thphr. CP 2.9.3, Dsc.Eup. 1.62.
2 being caught up, involved in, τὰς ἐ. τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep. 1p.28U.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): -λημψις Dsc.2.151.2 (cj.), Eup.1.62, Diog.Oen.98.10
1 cien. interceptación, captura, retención de elementos o sustancias, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, διὰ τὴν ἐναπόληψιν ὑγρότητός τέ τινος καὶ πνεύματος Thphr.CP 2.9.3, cf. Ign.68, αἱ ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep.[2] 77, de los cuerpos celestes, Plu.2.317a, πυρός Gal.17(2).187.
2 retención, acumulación σεισμὸς γίνεται κατὰ πνευμάτων ἐναπόλημψιν ἐν τῇ γῇ Diog.Oen.l.c., cf. Plu.2.134c
•medic. πρὸς δὲ τὰς τῶν ὑδάτων ἐναπολήμψεις para las retenciones de líquidos patológicas, Dsc.Eup.l.c., cf. 2.151.2.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπόληψις: εως ἡ захватывание, перехватывание, задержка (sc. τοῦ ἐκπνευματουμένου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόληψις: -εως, ἡ, περίκλεισις, κράτησις ἐντός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15, π. Πνεύμ. 4, 5, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.
Greek Monolingual
ἐναπόληψις, η (AM)
η περίληψη, το κλείσιμο, το κράτημα κάποιου μέσα σε κάτι
αρχ.
μπλέξιμο σε δίνη, το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται κάποιος σε κάτι («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει», Επίκτ.).